Δεν χωρεί αμφιβολία ότι ο χριστιανισμός, με την πάροδο του χρόνου, απέκτησε περισσότερους πιστούς από οποιαδήποτε άλλη θρησκεία και σε α...
Δεν χωρεί αμφιβολία ότι ο χριστιανισμός, με την πάροδο του χρόνου, απέκτησε περισσότερους πιστούς από οποιαδήποτε άλλη θρησκεία και σε αντίθεση με τον μωαμεθανισμό θεμελιώθηκε όχι από ένα αλλά από δύο πρόσωπα -τον Ιησού και τον Απόστολο Παύλο- γι' αυτό και τα εύσημα για την εξάπλωσή του πρέπει να αποδοθούν και στις δύο προσωπικότητες. Ο Ιησούς διατύπωσε τις βασικές ηθικές ιδέες, το θεμελιώδες πνευματικό πλαίσιο αυτής της θρησκείας, καθώς και τον κύριο όγκο των κανόνων που πρέπει να διέπουν τις ανθρώπινες σχέσεις. Η χριστιανική θεολογία, εντούτοις, διαμορφώθηκε κυρίως από το έργο του Απόστολου Παύλου. Ο Ιησούς προέβαλε ένα πνευματικό μήνυμα. Σε αυτό ο Παύλος προσέθεσε τη λατρεία του Χριστού. Επιπροσθέτως, υπήρξε ο συγγραφέας ενός σημαντικού τμήματος της Καινής Διαθήκης και η κύρια προσηλυτιστική δύναμη του χριστιανισμού στη διάρκεια του πρώτου αιώνα.
Ο Ιησούς πέθανε σε σχετικά νεαρή ηλικία [σε αντίθεση με τον Βούδα ή τον Μωάμεθ] και άφησε πίσω του περιορισμένο αριθμό οπαδών. Την εποχή του θανάτου του οι ακόλουθοί του δεν ήταν παρά μια μικρή σχισματική ομάδα Εβραίων η οποία μετασχηματίστηκε σε ένα δυναμικό και ευρύτατο κίνημα. Χάρη στα γραπτά του Απόστολου Παύλου, σε μεγάλο βαθμό, καθώς και στις ακαταπόνητες προσηλυτιστικές προσπάθειές του, αυτό το κίνημα αγκάλιασε Εβραίους και μη Εβραίους για να εξελιχθεί τελικά σε μία από τις μεγαλύτερες θρησκείες του κόσμου.
Γι' αυτούς τους λόγους κάποιοι διατείνονται ότι θεμελιωτής του χριστιανισμού πρέπει να θεωρείται ο Παύλος και όχι ο Ιησούς. Αναπτύσσοντας το επιχείρημα στα απώτατα όριά του μοιραία καταλήγει κανείς στο συμπέρασμα ότι ο Παύλος θα έπρεπε να τοποθετηθεί υψηλότερα από τον Ιησού! Ωστόσο, μολονότι δεν είναι σαφές ποια θα ήταν η πορεία του χριστιανισμού δίχως την επιρροή του Απόστολου Παύλου, είναι πασίδηλο ότι χωρίς τον Χριστό δεν θα υπήρχε καν. Πάντως δεν είναι εύλογο να θεωρήσουμε τον Ιησού υπεύθυνο για όσα έπραξαν αργότερα στο όνομά του οι χριστιανικές εκκλησίες, ή οι χριστιανοί σε ατομικό επίπεδο, πόσο μάλλον όταν είναι βέβαιο ότι θα αποδοκίμαζε πολλές από αυτές τις πράξεις. Κάποιες από αυτές -οι θρησκευτικοί πόλεμοι, λόγου χάρη, μεταξύ ποικίλων χριστιανικών αιρέσεων, καθώς και οι διώξεις ή οι βάρβαρες σφαγές των Εβραίων- βρίσκονται σε απόλυτη αντίθεση με τη συμπεριφορά και τις διδαχές του Ιησού. Είναι επομένως παράλογο να ισχυριστεί κανείς ότι τις ενέπνευσε εκείνος.
Αντιστοίχως, παρά το γεγονός ότι η σύγχρονη επιστήμη πρωτοεμφανίστηκε στα χριστιανικά έθνη της Δυτικής Ευρώπης, φαντάζει ανάρμοστη η σκέψη ότι υπεύθυνος για την ανάδυσή της υπήρξε ο Ιησούς. Οπωσδήποτε, κανένας από τους πρώτους χριστιανούς δεν ερμήνευσε τις διδαχές του ως κέλευσμα για επιστημονική διερεύνηση του φυσικού κόσμου. Ο προσηλυτισμός του ρωμαϊκού κόσμου στον χριστιανισμό συνοδεύτηκε και συνδυάστηκε από μια δραστική παρακμή τόσο στο γενικό επίπεδο της τεχνολογίας όσο και στο γενικό βαθμό του ενδιαφέροντος για τις επιστήμες.
Το γεγονός ότι οι επιστήμες βρήκαν τελικά πρόσφορο έδαφος για να καλλιεργηθούν στην Ευρώπη συνιστά ένδειξη ότι κάποιο στοιχείο της πολιτιστικής κληρονομιάς της γηραιάς ηπείρου ευνοούσε τον επιστημονικό τρόπο σκέψης. Το στοιχείο αυτό ωστόσο δεν ήταν τα λόγια του Ιησού, αλλά ο ελληνικός ορθολογισμός, όπως είχε εκφραστεί και τυποποιηθεί στα έργα του Αριστοτέλη και του Ευκλείδη. Αξίζει να σημειώσουμε ότι οι σύγχρονες επιστήμες αναπτύχθηκαν όχι στην ακμή της εκκλησιαστικής ισχύος και της χριστιανικής ευσέβειας, αλλά αμέσως μετά την Αναγέννηση, περίοδο κατά την οποία η Ευρώπη γνώριζε την αναζωπύρωση του ενδιαφέροντος της προχριστιανικής κληρονομιάς της.
Η ζωή του Ιησού, όπως εξιστορείται στην Καινή Διαθήκη, είναι γνωστή στους περισσότερους αναγνώστες γι' αυτό και δεν θα την επαναλάβουμε. Υπάρχουν όμως κάποια στοιχεία που χρήζουν αναφοράς. Κατ' αρχήν, τα περισσότερα στοιχεία που κατέχουμε για τον βίο του Χριστού είναι ανεπιβεβαίωτα. Δεν ξέρουμε καν με βεβαιότητα πως ονομαζόταν. Κατά πάσα πιθανότητα έφερε ένα κοινό εβραϊκό όνομα, το Γιεχοσούα. Το έτος γέννησής του είναι επίσης αμφίβολο μολονότι η πιο πιθανή χρονολογία είναι το 6 π.Χ.
Ακόμα και η χρονιά του θανάτου του, που θα έπρεπε να είναι γνωστή στους ακόλουθούς του, δεν μπορεί να προσδιοριστεί μ,ε ακρίβεια σήμερα. Ο ίδιος δεν άφησε γραπτά κείμενα. Όλες οι πληροφορίες που αφορούν το βίο του προέρχονται από τις περιγραφές της Καινής Διαθήκης. Δυστυχώς τα Ευαγγέλια αντιφάσκουν. Σε διάφορα σημεία, για παράδειγμα, ο Ματθαίος και ο Λουκάς προσφέρουν εντελώς διαφορετικές ερμηνείες για τα τελευταία λόγια του Ιησού. Κατά σύμπτωση και οι δύο εκδοχές είναι ακριβείς λεκτικές μεταφορές από την Παλαιά Διαθήκη.
Δεν είναι τυχαίο ότι ο Ιησούς ήταν σε θέση να παραθέτει εδάφια από την Παλαιά Διαθήκη, αφού ο γεννήτορας του χριστιανισμού υπήρξε ευλαβής Εβραίος. Έχει κατ' επανάληψη τονιστεί ότι ο Ιησούς είχε αρκετές ομοιότητες με τους προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης από τους οποίους μάλιστα επηρεάστηκε βαθύτατα. Διέθετε, όπως εκείνοι, μια εξαιρετικά εντυπωσιακή προσωπικότητα που σημάδευε ανεξίτηλα όσους τον γνώριζαν. Ήταν χαρισματικός με την εμβριθέστερη και πληρέστερη έννοια του όρου.
Ωστόσο σε αντίθεση με τον Μωάμεθ, που εκτός από θρησκευτική άσκησε και πολιτική εξουσία, ο Ιησούς είχε μηδενική προσφορά στις πολιτικές εξελίξεις τόσο κατά τη διάρκεια του βίου του όσο και στον αιώνα που ακολούθησε. [Και οι δύο άντρες, βεβαίως, άσκησαν τεράστια έμμεση επιρροή στις μακροπρόθεσμες πολιτικές εξελίξεις].
Η επιρροή του Ιησού έγκειται αποκλειστικά στο ηθικό και στο πνευματικό επίπεδο.
Αν ο Ιησούς σημάδεψε τον κόσμο πρωτίστως ως ηθικός ηγέτης, προκύπτει αβίαστα το ερώτημα σε ποιο βαθμό επηρέασαν τον κόσμο οι ιδέες του. Ένα από τα κεντρικά σημεία της διδασκαλίας του ήταν ο Χρυσός Κανόνας ["και καθώς θέλετε ίνα ποιώσι υμίν οι άνθρωποι, και υμείς ποιείτε -αυτοίς ομοίως", η αγάπη προς τον άνθρωπο και τον συνάνθρωπο, κατά Λουκάν σ:31], ο οποίος σήμερα θεωρείται από τους περισσότερους ανθρώπους, χριστιανούς ή μη, ασφαλής οδηγός ηθικής συμπεριφοράς. Μπορεί να μη τον εφαρμόζουμε πάντοτε, αλλά πάντως το προσπαθούμε.
Όμως ο Χρυσός Κανόνας υπήρξε ήδη αναγνωρισμένο δίδαγμα του ιουδαϊσμού πολύ πριν τη γέννηση του Ιησού. Ο Ραββίνος Χίλελ, κορυφαίος Εβραίος σοφός του 1ου αιώνα π.Χ., διατύπωσε ρητώς τον Χρυσό Κανόνα και τον ανακήρυξε πρώτιστη αρχή του ιουδαϊσμού.
Επιπλέον η συγκεκριμένη ιδέα είχε ήδη εξαπλωθεί και πέρα από την επικράτεια του δυτικού κόσμου. Ο Κινέζος φιλόσοφος Κομφούκιος την είχε διατυπώσει το 500 π.Χ. περίπου, ενώ εμφανίζεται επίσης στο Μαχαμπχαράτα, ένα πανάρχαιο ινδουιστικό ποίημα. Στην ουσία, η φιλοσοφία που κρύβεται πίσω από τον Χρυσό Κανόνα είναι αποδεκτή από όλες σχεδόν τις μεγάλες θρησκευτικές ομάδες.
Μήπως αυτό σημαίνει ότι ο Ιησούς δεν διατύπωσε πρωτότυπες ηθικές απόψεις; Κάθε άλλο1 Μια άκρως χαρακτηριστική άποψη περιγράφεται στο κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο 5:43-44:
Ηκούσατε ότι ερρέθη, αγαπήσεις τον πλησίον σου
και μισήσειος τον εχθρόν σου.
Εγώ δε λέγω υμίν, αγαπάτε τους εχθούς υμών,
ευλογείτε τους καταρωμένους υμάς,
καλώς ποιείτε τοις μισούσιν υμάς και προσεύχεστε
υπέρ των επηρεαζόντων υμάς και διωκόντος υμάς.
Και λίγους στίχους παραπάνω: "...μη αντιστήναι τω πονηρώ, αλλά όστις σε ραπίσει επί την δεξιάν διαγόνα στρέψον αυτώ και την άλλη".
Αυτές οι έννοιες -που δεν ανήκουν στον ιουδαϊσμό ή στην εποχή του Ιησού, ούτε αποτελούν τμήμα οποιασδήποτε άλλης θρησκείας -είναι αναμφίλεκτα από τις πλέον αξιοσημείωτες, πρωτότυπες και αυθεντικές ηθικές αξίες που διατυπώθηκαν ποτέ.
Η αλ΄γυεια είναι ότι δεν έτυχαν ευρείας εφαρμογής. Στην ουσία, δεν υπήρξε καν καθολική αποδοχή τους. Οι περισσότεροι χριστιανοί θεωρούν την εντολή "αγάπα τον εχθρό σου" στην καλύτερη περίπτωση ένα ιδεώδες που ενώ θα μπορούσε ίσως να υλοποιηθεί σε έναν άλλο, ιδανικό κόσμο, δεν μπορεί να αποτελέσει οδηγό συμπεριφοράς στην πραγματικότητα της σύγχρονης ζωής.
Δεν τον εφαρμόζουμε, κατά κανόνα, δεν έχουμε την προσδοκία από τους άλλους να το κάνουν και δεν διδάσκουμε τα παιδιά μας στην πρακτική του. Επομένως, η πλέον χαρακτηριστική διδαχή του Ιησού παραμένει μια δελεαστική αλλά ουσιαστικά αδοκίμαστη πρόταση.
[Micbael H. Hart: Οι εκατό προσωπικότητες με τη μέγιστη επιρροή στην πορεία της ανθρωπότητας]