Συναντήθηκαν οι τρεις πολεμιστές στο σταυροδρόμι. Οι δυο τους πάνοπλοι με σιδερένιες στολές και σπαθιά, ο τρίτος φορώντας μόνο ένα άσπρ...
Συναντήθηκαν οι τρεις πολεμιστές στο σταυροδρόμι.
Οι δυο τους πάνοπλοι με σιδερένιες στολές και σπαθιά, ο τρίτος φορώντας μόνο ένα άσπρο, καθαρό πουκάμισο.
-Πάω να κατακτήσω το κόσμο, είπε ο ένας.
-Πάω να κατακτήσω τα πλούτη, είπε ο άλλος.
-Πάω να κατακτήσω την αγάπη, είπε ο τρίτος.
Και χώρισαν...
Τον συνάντησε στη ρίζα της βελανιδιάς.
Ο ήλιος έκαιγε και ο ιδρώτας του κολλούσε. Άφησε το σάκο στο χώμα και πήγε να πλυθεί στη πηγή που ανάβλυζε πιο πέρα. Μετά κάθισε δίπλα του στη σκιά.
-Δύσκολη πορεία, του είπε.
Ο άλλος τον κοίταξε. Ούτε ένας μυς δε συσπάσθηκε στο πρόσωπό του και το βλέμμα του ήταν ζεστό και βαθύ.
-Τι ψάχνεις; Τον ρώτησε κοιτώντας τον ίσα στα μάτια.
-Την αγάπη ψάχνω.
Στα χείλη του ξένου φάνηκε ένα αχνό χαμόγελο.
Συνέχισε να κάθεται ακίνητος στη ρίζα της βελανιδιάς και ο άλλος ένοιωσε πως έκρυβε πίκρα στη ψυχή του.
-Ποιος είσαι; Τόλμησε την ερώτηση.
-Είμαι εκείνος που πήγε να κατακτήσει την αγάπη, απάντησε ήρεμα ο άλλος.
-Και... τη βρήκες;
-Ναι! Τη βρήκα.
-Μα τότε... θα πρέπει να είσαι ευτυχισμένος... και σοφός... και γεμάτος γνώση... και...
Το βλέμμα του ξένου καρφώθηκε στα μάτια του απόμακρο και η φωνή του ακούστηκε βαθιά.
-Είχα τη δύναμη να ψάξω, φίλε μου. Είχα τη γνώση να τη βρω, μα όχι τη σοφία για να τη κρατήσω...
["Σκέψεις, Ροές και Στροβιλίσματα", Σου Παπαδάκου - εκδόσεις ΚΟΑΝ]