Ο Κώστας Στάθης, ένας άγνωστος αλλά πολύ σημαντικός ζωγράφος της Κύπρου, έμεινε για δεκαετίες στην αφάνεια. Γεννήθηκε το 1913 στο χωριό Ασκά...
Ο Κώστας Στάθης, ένας άγνωστος αλλά πολύ σημαντικός ζωγράφος της Κύπρου, έμεινε για δεκαετίες στην αφάνεια.
Γεννήθηκε το 1913 στο χωριό Ασκάς της Πιτσιλιάς κι έζησε εκεί τα παιδικά του χρόνια σε δύσκολους και σκληρούς καιρούς όπου η φτώχεια αποτελούσε τη μεγαλύτερη μάστιγα των ορεινών χωριών. Όμως ήταν παιδί χαρούμενο που αγαπούσε τις ιδιαίτερες ομορφιές του χωριού του...
Συχνά περιπλανιόταν μόνος του στα λιθόστρωτα δρομάκια του χωριού, στα περιβόλια, στις ποταμοσιές, στις απόκρημνες πλαγιές. Αγαπούσε τα δέντρα και τους θάμνους. Μέσα σε αυτή την ατμόσφαιρα μεγάλωσε αφομοιώνοντας τον καιρό, το χρώμα, το τοπίο, τις μυρωδιές, το φως και τους ανθρώπους της Πιτσιλιάς, που αγάπησε και έκλεισε στην καρδιά του, στην σκέψη του και στον ψυχισμό του.
Μετά την αποφοίτησή του από το δημοτικό σχολείο του Ασκά εγγράφεται στο Παγκύπριο Γυμνάσιο στη Λευκωσία στο οποίο φοιτά από το 1929 μέχρι το 1935.
Από δημοσιεύματα του 1934 και 1935 φαίνεται ότι ο Κώστας Στάθης φανέρωσε το ταλέντο του στη ζωγραφική από τα μαθητικά του χρόνια, έχοντας ως καθηγητές τέχνης τον Ανδρέα Θυμόπουλο, τον Ιωάννη Κισσονέργη και τον Αδαμάντιο Διαμαντή, οι οποίοι τον καθοδηγούσαν και τον ενθάρρυναν.
Μετά την αποφοίτησή του από το Παγκύπριο Γυμνάσιο μεταβαίνει το 1936 με υποτροφία στην Αθήνα για σπουδές στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών. Εκεί φοιτο΄θυσε και ο δεύτερος εξάδελφός του Τηλέμαχος Κάνθος, τρία χρόνια μεγαλύτερός του, με τον οποίο τον συνέδεε στενή φιλία. Για κάποιο διάστημα φοίτησαν μαζί στο εργαστήρι του χαράκτη Γιάννη Κεφαλληνού. Όσοι τον γνώριζαν στην Αθήνα μιλούσαν για το ανεπανάληπτο ταλέντο του, την εφευρετικότητά του, την ελεύθερη σκέψη του και την πρωτοτυπία του. Αναμείχθηκε με τους καλλιτεχνικούς κύκλους της Αθήνας και έλαβε μέρος σε ομαδικές εκθέσεις.
Το 1941, κατά την διάρκεια του Β' παγκοσμίου πολέμου, σε συνθήκες κατοχής αναγκάζεται να διακόψει τις σπουδές του, χωρίς να πάρει το πτυχίο του, και να επιστρέψει στην Κύπρο μέσω Κωνσταντινούπολης-Μερσίνας.
Εργάστηκε για λίγο στο γραφείο Δημοσίων Πληροφοριών σχεδιάζοντας αφίσες και για δυο σχολικές χρονιές ως καθηγητής Τέχνης στο Ινστιτούτο Μελκονιάν στη Λευκωσία. Ο ζωγράφος όμως, άτομο ανήσυχο και δημιουργικό εγκαταλείπει την εκπαίδευση το 1943 και προχωρεί στη δημιουργία ενός πρωτοποριακού υφαντουργείου, έχοντας σχετική πείρα που απόκτησε στην Αθήνα. Το υφαντουργείο στεγάστηκε σ' ένα επιβλητικό νεοκλασικό αρχοντικό σε ύψωμα στους Άγιους Ομολογητές, όπου ο ζωγράφος διατηρούσε επίσης το καλλιτεχνικό του εργαστήριο. Εκτός από τα περίφημα κυπριακά υφαντά, έφτιαχνε κασμήρια, λινά και διακοσμητικά χαλιά με δικά του σχέδια που γίνονταν ανάρπαστα. Παράλληλα συνέχιζε να ζωγραφίζει αδιάκοπα. Οργανώνει ατομικές εκθέσεις και λαμβάνει μέρος σε ομαδικές. Και ενώ ακολουθούσε μια δυναμική δημιουργική πορεία που υποσχόταν πολλά, άρχισε να μελαγχολεί, να κλείνεται στον εαυτό του, να χάνεται στην κατάθλιψη και την απομόνωση, σκεπτικός και κατηφής διαρκώς.
Τέλη του 1947 κλείνει το υφαντουργείο και η ψυχική του υγεία επιδεινώνεται το 1948. Το 1949 μεταβαίνει στην Αθήνα με τον πατέρα του για θεραπεία. Επιστρέφουν στην Κύπρο τον Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου χωρίς αξιόλογα αποτελέσματα.
Από το 1950 μέχρι το 1985 αποσύρεται στη γενέτειρά του Ασκά και συνεχίζει να ζωγραφίζει για 35 χρόνια μέσα στη δίνη της κλονισμένης του υγείας.
Στο συνολικό του έργο κυριαρχεί το τοπίο και οι άνθρωποι του χωριού του, μα πάνω απ' όλα το ανεξίτηλο φως του.
Η υγεία του σταδιακά από το 1985 χειροτερεύει και το 1987 πεθαίνει από αγγειοκαρδιακά προβλήματα στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας.
Τάφηκε απλά στο κοιμητήριο του χωριού του που όπως απλός παρέμεινε και ο ίδιος σε όλη του τη ζωή αφήνοντας πίσω του ένα πλούσιο έργο.