Επί δεκαετίες ο «Φάκελος της Κύπρου» θεωρούταν το μεγάλο εθνικό μυστικό με αποτέλεσμα οι φήμες και οι μύθοι που τον συνόδευαν να ξεπερνο...
Επί δεκαετίες ο «Φάκελος της Κύπρου» θεωρούταν το μεγάλο εθνικό μυστικό με αποτέλεσμα οι φήμες και οι μύθοι που τον συνόδευαν να ξεπερνούν το ούτως ή άλλως πλούσιο ιστορικό υλικό που περιλαμβάνει.Υπο αυτά τα δεδομένα η δημοσιοποίησή του μετά από την συμφωνία της Ελληνικής και Κυπριακής Βουλής πέραν της ιστορικής εκκρεμότητας που αντιμετωπίζει, θα διαλύσει τους όποιους μύθος και κυρίως θα φωτίσει ακόμα περισσότερο πτυχές των πραγματικών αιτιών που οδήγησαν στο πραξικόπημα εναντίον του Μακαρίου και στην Κυπριακή τραγωδία με την εισβολή των τουρκικών κατοχικών δυνάμεων.
Ηδη, η Βουλή δημοσίευσε τους πρώτους τέσσερις τόμους που μεταξύ άλλων περιλαμβάνουν τα πορίσματα που συνέταξαν οι εξεταστικές επιτροπές της Ελληνικής και Κυπριακής Βουλής την δεκαετία του ’80 και οι καταθέσεις ορισμένων εκ των πρωταγωνιστών ενώ θα ακολουθήσει και οι δημοσίευση ακόμα 32 τόμων.
Το υλικό που φυλασσόταν σε άθλιες συνθήκες στα υπόγεια της Βουλής επεξεργάστηκε επιστημονική επιτροπή (Κώστας Αθανασίου, Αντώνης Βγόντζας,Έλλη Δρούλια, Παναγιώτης Ηλιόπουλος, Λεωνίδας Καλλιβρετάκης, Ηλίας Νικολακόπουλος, Γιώργος Σαββαΐδης, Τάσος Σακελλαρόπουλος, Βάσω Τσακανίκα, Μάγδα Φυτιλή, Όλια Ησαΐα και Άρης Σωτηρόπουλος) που εργάστηκε επί τρία χρόνια σε δύσκολες συνθήκες. Ορισμένοι φάκελοι είχαν εξαφανιστεί με αποτέλεσμα η ομάδα εργασίας να αναγκαστεί να ακούσει τις μαγνητοταινίες προκειμένου να ανακτήσει τις μαρτυρικές καταθέσεις.
Μαγνητοταινίες που αποτελούν σπάνιο ντοκουμέντο καθώς εκτός της καταγραφής των μαρτυριών των πρωταιτίων του πραξικοπήματος «συλλαμβάνεται» και το τρεμόπαιγμα της φωνής ή προσπάθεια αυτοσυγκράτησης του βουλευτή του ΚΚΕ και μέλους εκείνη της επιτροπής Κώστα Κάππου που βασανίστηκε από την χούντα όταν απέναντί του είχε τον Δ. Ιωαννίδη. Πάντως, ο κοινός παρονομαστής των συμπερασμάτων είναι πως κανείς δεν τιμωρήθηκε ως υπεύθυνος για την τραγωδία της Κύπρου ενώ αξίζει να σημειωθεί το τελικό πόρισμα της εξεταστικής της ελληνικής Βουλής επιχειρήθηκε να συνταχθεί στην «σκιά» του σκανδάλου Κοσκωτά που ήδη αναπτύξει σφοδρές πολιτικές αντιπαραθέσεις, γι αυτό ίσως και ποτέ δεν έφτασε στην Ολομέλεια για συζήτηση.
Σε κάθε περίπτωση το protothema.gr κατέγραψε τα κυριότερα σημεία των τεσσάρων πρώτων τόμων και τα παρουσιάζει σε δύο κείμενα (*θα ακολουθήσει η δημοσίευση του 2ου κειμένου αύριο) Το αβύθιστο αεροπλανοφόρο Στα συμπεράσματα του πορίσματος που συνέταξε η Κυπριακή Βουλή για τις αιτίες που οδήγησαν στην τουρκική εισβολή επισημαίνεται μεταξύ άλλων ο αναβαθμισμένος γεωστρατηγικός ρόλος που απέκτησε εκείνη την εποχή η Μεγαλόνησος λόγο της προσπάθειας ελέγχου των πετρελαϊκών πηγών της ευρύτερης περιοχής.
Να σημειωθεί ότι αντίστοιχο ρόλο έχει ανακτήσει και σήμερα η Κύπρος λόγω των ερευνών υδρογονανθράκων. Επίσης, αναφέρεται ότι τα στελέχη της τότε ελληνικής κυβέρνησης «εκινούντο περισσότερο στη λογική της προώθησης της πολιτικής των νατοϊκών κύκλων, στα πλαίσια του Ψυχρού Πολέμου εκείνης της περιόδου, παρά της προάσπισης των εθνικών συμφερόντων». «Η επιτροπή εκτιμά ότι οι λόγοι της αποτυχίας απόκρουσης της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο, το 1974, διακρίνονται σε πολιτικούς και στρατιωτικούς.
Έχουν σχέση τόσο με τις εξελίξεις στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου όσο και με αποφάσεις οι οποίες ελαμβάνοντο κατά κύριο λόγο στην Αθήνα. Οι σοβαρές εξελίξεις στη Μέση Ανατολή, η προσπάθεια ελέγχου των πετρελαϊκών πηγών της περιοχής και η αραβοϊσραηλινή διένεξη προσέδιδαν στην Κύπρο αναβαθμισμένο γεωστρατηγικό ρόλο. Δεν ήταν τυχαίος ο χαρακτηρισμός ότι η Κύπρος αποτελεί αβύθιστο αεροπλανοφόρο» επισημαίνεται στο πόρισμα (1ος τόμος σελ. 376) και συνεχίζει « Επιπρόσθετα με αυτά εμπλέκονταν αφενός οι βρετανικοί σχεδιασμοί για μονιμοποίηση και νομιμοποίηση των στρατιωτικών βάσεων και αφετέρου οι αντίστοιχοι τουρκικοί για ενίσχυση του ρόλου της Τουρκίας στη Μέση Ανατολή με τη μερική ή ολική κατάληψη της Κύπρου.
Την περίοδο 1965-1974 η Ελλάδα, λόγω των συχνών κυβερνητικών αλλαγών, της εσωτερικής ασταθούς πολιτικής κατάστασης, του πραξικοπήματος της 21ης Απριλίου 1967, αλλά και της εξάρτησης από τους ατλαντικούς συμμάχους και κυρίως τις ΗΠΑ, δεν είχε διαμορφώσει ενιαία και σταθερή γραμμή διαχείρισης του Κυπριακού. Ο επηρεασμός των αποφάσεων από εξωγενείς παράγοντες (ΗΠΑ, ΝΑΤΟ) είναι εμφανής.
Όσοι ασκούσαν την εξουσία εκινούντο περισσότερο στη λογική της προώθησης της πολιτικής των νατοϊκών κύκλων, στα πλαίσια του Ψυχρού Πολέμου εκείνης της περιόδου, παρά της προάσπισης των εθνικών συμφερόντων. Η στάση αυτή επηρεαζόταν σημαντικά και από το αντικομμουνιστικό κλίμα, που συστηματικά εκαλλιεργείτο στην Ελλάδα την περίοδο μετά τον εμφύλιο πόλεμο. Επιπλέον, οι σχέσεις Αθήνας-Λευκωσίας από την ανεξαρτησία της Κύπρου ταλανίζονταν από το ζήτημα του προβαδίσματος, ποιος δηλαδή θα είχε τον τελευταίο και καθοριστικό λόγο κάθε φορά που υπήρχε διαφωνία.
Η Αθήνα, προβάλλοντας το ότι είναι το εθνικό κέντρο, διεκδικούσε για τον εαυτό της αυτό το ρόλο. Αντίθετα, η Λευκωσία, προβάλλοντας το επιχείρημα του ανεξάρτητου κράτους, αποδεχόταν τη συνεννόηση και ενίοτε την επιζητούσε, καθώς και το συντονισμό με την Αθήνα, αλλά διεκδικούσε τη δυνατότητα να έχει αυτή τον τελευταίο λόγο. Λόγω αυτής της αντιπαράθεσης, η Αθήνα επεδίωκε τον έλεγχο της Εθνικής Φρουράς (ΕΦ), για να ασκεί πίεση και να επιβάλλεται στον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο, ο οποίος αντίστοιχα επεδίωκε αποδέσμευση με την ενίσχυση της αστυνομίας».
«Απομάκρυνση Μακαρίου είτε δια εθελούσιας αποχώρησης είτε δια βίαιης ανατροπής»
Οι συντάκτες του πορίσματος αναφέρουν ότι βασική επιδίωξη της Αθήνας ήταν η διασφάλισης της Νατοϊκής παρουσίας στην Κύπρο προκειμένου με τον τρόπο αυτό να εμποδιστεί κάθε πιθανότητα σοβιετικής επιρροής. «Για την υλοποίηση του στόχου θα έπρεπε να απομακρυνθεί από την εξουσία ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος, ο οποίος αποτελούσε εμπόδιο στην προώθησή της.
Η απομάκρυνση θα επιτυγχανόταν είτε διά εθελούσιας αποχώρησής του από την προεδρία (μετά φυσικά από άσκηση πιέσεων) είτε διά βίαιης ανατροπής» τονίζεται μεταξύ άλλων. Σε αντίθεση με όσα υποστηρίζουν τα εκτελεστικά όργανα του πραξικοπήματος εναντίον του Μακαρίου, ότι δηλαδή η ανατροπή έγινε γιατί ο Μακάριος αποδυνάμωνε τον ρόλο των ελληνικών στρατιωτικών δυνάμεων στην Μεγαλόνησο, η κυπριακή πλευρά υποστηρίζει πως «Το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου δεν ήταν ούτε στιγμιαίο γεγονός ούτε αυθόρμητη ενέργεια που αποτελούσε μορφή αντίδρασης, όπως κάποιοι ισχυρίζονται, στην απόφαση του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου να μειώσει τη δύναμη της ΕΦ και τον αριθμό των Ελλαδιτών αξιωματικών που υπηρετούσαν στην Κύπρο ή στη γνωστή επιστολή προς τον Γκιζίκη.
Ήταν το αποκορύφωμα μιας σειράς γεγονότων και ενεργειών που στόχευαν στην απομάκρυνση από την προεδρία ή στην ανατροπή του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου. Οι πρώτες ενέργειες αποδυνάμωσης και αποσταθεροποίησής του έχουν χρονικά προσδιορισθεί στο 1965. Η Χούντα από την πρώτη στιγμή της ανάληψης της εξουσίας στην Ελλάδα επεδίωξε την αποδυνάμωση του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου με την πρόκληση αντιπαράθεσης και τη δημιουργία εσωτερικής κρίσης. Στόχος η δημιουργία έκρυθμης κατάστασης η οποία να δικαιολογεί την εκδήλωση πραξικοπήματος και την ανατροπή του Μακαρίου.
Προς το σκοπό αυτό χρησιμοποίησε διάφορους μηχανισμούς, μεταξύ των οποίων αριθμό Ελλαδιτών αξιωματικών που υπηρετούσαν στην Κύπρο και οι οποίοι διαδραμάτισαν πρωταγωνιστικό ρόλο. Αιχμή αυτής της πολιτικής ήταν το κλιμάκιο της ελληνικής ΚΥΠ στη Λευκωσία και το 2° ΕΓ του ΓΕΕΦ.
Μεταξύ άλλων, επισημαίνονται τα ακόλουθα:
• Απέσυρε τη Μεραρχία από την Κύπρο, αποδυναμώνοντας ουσιαστικά την άμυνα έναντι της τουρκικής επιβουλής (εάν όντως ο αντικειμενικός σκοπός της αποστολής της ήταν η άμυνα της Κύπρου).
• Επεδίωξε τη διαίρεση του λαού σε ενωτικούς και ανθενωτικούς, σε εθνικόφρονες και κομμουνιστές-συνοδοιπόρους.
• Στήριξε τη δράση της παράνομης οργάνωσης «Εθνικό Μέτωπο».
• Οργάνωσε τη δολοφονική απόπειρα εναντίον του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου το Μάρτιο του 1970 στα πλαίσια πραγματοποίησης πραξικοπήματος (σχέδιο ΕΡΜΗΣ).
• Οργάνωσε και εκτέλεσε τη δολοφονία του Π. Γιωρκάτζη.
• Στήριξε την ίδρυση και τη δράση της ΕΟΚΑ Β΄, την οποία χρησιμοποίησε για την πρόκληση αστάθειας και αποδυνάμωση του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου, ώστε να δικαιολογηθεί η διενέργεια του πραξικοπήματος. Απέτρεψε την πολιτικοποίηση της οργάνωσης και κατά την περίοδο πριν από το πραξικόπημα την εξώθησε σε έξαρση της εμφύλιας διαμάχης.
• Αξιοποίησε τον πόθο των Κυπρίων για ένωση, ενώ η επιλογή της ήταν η διπλή ένωση, κάτι που και επιμελώς απέκρυπτε. Χρηματοδότησε και καθοδήγησε μερίδα του κυπριακού τύπου σε μια πρωτοφανή προπαγάνδα εναντίον του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου και υπέρ των επιλογών της.
• Παρακίνησε τους τρεις μητροπολίτες να προχωρήσουν σε αντικαταστατική καθαίρεση του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου, προκαλώντας μείζονα εκκλησιαστική κρίση και περαιτέρω διχασμό του λαού.
• Προέβη σε απειλητική υπόδειξη προς τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο (Ιανουάριος 1972) να αποχωρήσει από την προεδρία της Δημοκρατίας και από την ενεργό πολιτική.
• Σχεδίασε την πραγματοποίηση το Φεβρουάριο του 1972 πραξικοπήματος σε βάρος του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου, το οποίο ματαιώθηκε την τελευταία στιγμή λόγω αποκάλυψης του σχεδίου στις αρχές της Κυπριακής Δημοκρατίας.
• Προχώρησε σε άτυπη συμφωνία συνεργασίας με την Τουρκία για ανατροπή του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου και επιβολή λύσης αρεστής στις δύο χώρες και τους συμμάχους τους. Από επίσημο έγγραφο του ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών επιβεβαιώνεται ότι Ελλάδα και Τουρκία, με τη σύμφωνη γνώμη, ίσως και την υποστήριξη και προτροπή, των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ, είχαν συζητήσει το ενδεχόμενο συνεργασίας τους, με στόχο την ανατροπή του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου και την επιβολή νατοϊκής λύσης στο Κυπριακό. Η σύνοδος των Υπουργών Εξωτερικών της συμμαχίας στη Λισαβόνα τον Ιούνιο του 1971 φαίνεται ότι απετέλεσε κρίσιμης σημασίας γεγονός για τα όσα επακολούθησαν στο Κυπριακό.
• Προχώρησε σε σταδιακή αλλαγή του βασικού προσανατολισμού της ΕΦ. Από μηχανισμό άμυνας της Κύπρου έναντι τουρκικής επιβολής τη μετέτρεψε σε μηχανισμό εσωτερικού ελέγχου της Δημοκρατίας
«Το πραξικόπημα αποφασίστηκε το φθινόπωρο του 1973»
Στο πόρισμα της Κυπριακής Βουλής υποστηρίζεται ότι η Αθήνα έλαβε την απόφαση να ανατρέψει τον Μακάριο το φθινόπωρο του 1973, τον Φεβρουάριο του 1974 ξεκίνησε ο σχεδιασμός του ενώ τον Απρίλιο του ίδιου έτους «ελήφθη η απόφαση για τον προσδιορισμό του χρόνου πραγματοποίησης του πραξικοπήματος και δόθηκε η εντολή στην ΕΟΚΑ Β΄ «να κτυπά στο ψαχνό», με στόχο τη δημιουργία συνθηκών που να δικαιολογούν την πραγματοποίησή του».
Επίσης, στο πόρισμα της Ελληνικής Βουλής αναφέρεται ότι «Είναι έξω από κάθε αμφιβολία ότι το μοιραίο για την Κύπρο πραξικόπημα της 15.7. 74 αποφασίστηκε από τους: 1. Φαίδωνα Γκιζίκη, «Πρόεδρο της Δημοκρατίας» 2. Αδαμάντιο Ανδρουτσόπουλο, «Πρωθυπουργό» 3. Δημήτριο Ιωαννίδη, Αρχηγό της Χούντας και 4. Γρηγόριο Μπονάνο, «Αρχηγό Ενόπλων Δυνάμεων» με ειδικότερη εισήγηση του Δημ. Ιωαννίδη, που επίμονα υποστήριζε, ότι ο Μακάριος ήταν εθνικά απαράδεκτος και επικίνδυνος. Είχαν προηγηθεί επανειλημμένες διαβουλεύσεις των τεσσάρων της Χουντικής ηγεσίας, που αναφέρονται πιο πάνω, στο σπίτι του Ανδρουτσόπουλου.
Οι διαβουλεύσεις τους αυτές άρχισαν σύμφωνα με την κατάθεση Μπονάνου, το Φεβρουάριο μήνα του 1974 σύμφωνα δε με την κατάθεση του Γκιζίκη τον Απρίλιο μήνα του ίδιου χρόνου. Σε μία από αυτές τις συναντήσεις τους είχε συζητηθεί και το ενδεχόμενο να γίνει η ανατροπή του Μακαρίου και της Κυβέρνησής του το Μάη μήνα, όταν αυτός σχεδίαζε να πραγματοποιήσει επίσημο ταξίδι στην Κίνα».
«Αλέξανδρος ασθενεί βαρέως»
Στο ελληνικό πόρισμα και στα κεφάλαια για τις διαδικασίες εκτέλεσης του πραξικοπήματος αναφέρεται μεταξύ άλλων πως σε μια από τις συσκέψεις των πρωτεργατών «ο Μπονάνος ενημέρωσε τους Παπαδάκη, Γεωργίτση και Κομπόκη για την απόφαση ανατροπής του Προέδρου Αρχιεπισκόπου Μακαρίου με στρατιωτικό πραξικόπημα, που όπως τους είπε, πάρθηκε από την Κυβέρνηση και τη στρατιωτική ηγεσία.
Παράλληλα καθόρισε ως χρόνο εκδήλωσης του πραξικοπήματος, «της ενεργείας» όπως αποκαλούσε στη γλώσσα του το πραξικόπημα, την 15η .7.74, και ώρα 7.30΄ π.μ. και όρισε τον ταξίαρχο Γεωργίτση ως αρχηγό του πραξικοπήματος και τον Κων. Κομπόκη ως υπαρχηγό. Στην ίδια σύσκεψη καθορίστηκαν από τον Μπονάνο και οι συνθηματικές εκφράσεις που θα έπρεπε να χρησιμοποιηθούν κατά την έναρξη της εκδήλωσης του πραξικοπήματος και κατά την πορεία της. «Αλέξανδρος εισήχθη κλινικήν» ήταν η δηλωτική της έναρξης του πραξικοπήματος φράση. «Αλέξανδρος πάει καλά» ήταν η φράση που σήμαινε καλή εξέλιξη του πραξικοπήματος. «Αλέξανδρος ασθενεί βαρέως» ήταν η φράση που σήμαινε κακή πορεία του πραξικοπήματος»
Λίστα «προέδρων»
Σύμφωνα πάντα με το πόρισμα της Ελληνικής Βουλής ο στρατιωτικός βραχίονας της εκτέλεσης του πραξικοπήματος του οποίου ηγούνται οι Γεωργίτσης – Κομπόκης, σε σύσκεψη που πραγματοποίησε στην Κύπρο στις 9 Ιουλίου διαπιστώνει πως «το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου δεν έπρεπε να πραγματοποιηθεί, γιατί υπήρχε κίνδυνος εσωτερικών ταραχών.
Οι μονάδες ήταν ουσιαστικά διαλυμένες, η προετοιμασία ήταν ελλιπής και κύρια υπήρχε κίνδυνος στρατιωτικής επέμβασης της Τουρκίας». Οι Γεωργίτσης και Κομπόκης στέλνουν την Τετάρτη 10 Ιουλίου στην Αθήνα το σύνδεσμο ταγματάρχη Κοντώση για να μεταφέρει στους Ιωαννίδη και Μπονάνο τους φόβους και τους ενδοιασμούς που εκφράστηκαν στην πιο πάνω σύσκεψη. Πλην όμως ο Ιωαννίδης, αφού προηγουμένως συνεννοήθηκε με το Μπονάνο απάντησε στον Κοντώση, ότι πρέπει να διαβιβάσει στους Γεωργίτση και Κομπόκη πως απορρίπτονται τα αιτήματα και οι ενδοιασμοί τους και πως είναι διαταγή του Αρχηγού των Ενόπλων Δυνάμεων και της Κυβέρνησης να προχωρήσουν στην εκτέλεση της απόφασης για την ανατροπή του Μακαρίου με μοναδική τροποποίηση του αρχικού σχεδίου, τον περιορισμό της ΕΛΔΥΚ μόνο στην κάλυψη του αεροδρομίου Λευκωσίας και τη μετάθεση της ώρας της εκδήλωσης, σε 8.30΄ π.μ.
Επίσης ο Ιωαννίδης ανάθεσε στον ταγματάρχη Κοντώση να αποστηθίσει: α. Το διάγγελμα που θα μεταδιδόταν από το Ραδιοφωνικό Ίδρυμα Κύπρου μετά την επικράτηση του Πραξικοπήματος και β. τα ονόματα των «υποψηφίων Προέδρων» ανάμεσα στους οποίους μετά την επικράτηση του πραξικοπήματος θα έπρεπε να επιλεγεί ο «Πρόεδρος» που θα όρκιζαν οι πραξικοπηματίες.
Από τα ονόματα αυτά, όπως κατέθεσε ο ταγματάρχης Κοντώσης, θυμάται μόνο το όνομα του αρχιδικαστή Τριανταφυλλίδη. Σύμφωνα όμως με την κατάθεση του Παλαΐνη και με τα όσα αναφέρει ο τότε πρεσβευτής της Κύπρου στην Αθήνα Νικ. Κρανιδιώτης στο βιβλίο του Ανοχύρωτη Πολιτεία ‐ Κύπρος 1960‐1974, τόμ. Β΄, οι προτεινόμενοι από τη Χούντα των Αθηνών «Πρόεδροι» ήταν ο Πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου, Μιχαήλ Τριανταφυλλίδης, ο Ζήνων Σεβέρης και οι δικαστές κ.κ. Λοΐζος Χατζηλοΐζος και Τάσος Χατζηαναστασίου.
Εκδήλωση Πραξικοπήματος
Το πραξικόπημα εκδηλώθηκε τη Δευτέρα 15.7.74 και ώρα 8.15΄ πρωινή. Η ώρα αυτή καθορίστηκε από τους Γεωργίτση και Κομπόκη, σύμφωνα με την κατάθεση Κοντώση την ενέκρινε ο Ιωαννίδης και ο Μπονάνος, με σκοπό να είναι σίγουροι ότι ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος, του οποίου γνωριζαν τις συνήθειες, θά βρισκόταν στο Προεδρικό Μέγαρο για να μπορέσουν έτσι να τον σκοτώσουν ή να τον συλλάβουν.
Στο σημείο αυτό διατυπώθηκε από μέλη της Επιτροπής και η άποψη, ότι η επιλογή της ώρας έγινε μεν από τους Γεωργίτση και Κομπόκη, αλλά για άλλους λόγους, δηλαδή γιατί ως προς μεν τις νυχτερινές ώρες –κατά τις οποίες γίνονται συνήθως τα πραξικοπήματα– το επικουρικό σώμα, που ήταν απόλυτα πιστό στο Μακάριο, παρακολουθούσε τα στρατόπεδα της Εθνοφρουράς και τα σπίτια των αξιωματικών της, γεγονός που απέκλειε οποιαδήποτε μετακίνηση μονάδων, αξιωματικών, γιατί θα γινόταν αντιληπτή, θα ενημερωνόταν ο Μακάριος, θα αντιδρούσαν οι πιστές σ’ αυτόν δυνάμεις κλπ. με κίνδυνο αποτυχίας του πραξικοπήματος, ως προς δε την 7.15΄ πρωϊνή ώρα που είχε ορίσει αρχικά ο Μπονάνος, γιατί την ώρα αυτή κυκλοφορούσαν πολίτες στους δρόμους –εργατοϋπάλληλοι που πήγαιναν στις δουλειές τους– πράγμα που αύξαινε τους κινδύνους να υπάρξουν θύματα από τον άμαχο πληθυσμό. Η άποψη αυτή αποκρούστηκε από την πλειοψηφία των μελών της Επιτροπής.
Το διάγγελμα του Μακάριου και η γραβάτα του Σαμψών
Μετά την επικράτηση του πραξικοπήματος, την ανακοίνωση από το ΡΙΚ της είδησης ότι ο Μακάριος είναι νεκρός (η ανακοίνωση του θανάτου του Μακαρίου είχε αποφασιστεί στη σύσκεψη της 2 Ιουλίου ’74 στο ΑΕΔ με σκοπό να ελαχιστοποιηθεί η αντίδραση των Μακαριακών) και την μετά λίγες ώρες μετάδοση από το ραδιοφωνικό σταθμό της Πάφου του διαγγέλματος του Μακαρίου, με το οποίο γνωστοποιούσε στους Κύπριους ότι είναι ζωντανός και κατάγγελνε τους πραξικοπηματίες ότι με την ενέργειά τους εξυπηρετούν τη διχοτόμηση της Κύπρου, σε συνδυασμό και με την άρνηση ή μη ανεύρεση των «προέδρων» που είχαν υποδειχθεί από τη Χούντα των Αθηνών, οι Γεωργίτσης και Κομπόκης αντιμετώπισαν τα προβλήματα:
α. Τι θα γίνει με το Μακάριο που είχε διαφύγει στην Πάφο και μέσα από τον εκεί ραδιοφωνικό σταθμό μετέδιδε μηνύματα για αντίσταση.
β. Τι θα κάνουν για τον «πρόεδρο» που έπρεπε να αντικαταστήσει το Μακάριο;
Στα παραπάνω προβλήματα δόθηκαν οι ακόλουθες λύσεις:
α. Ο Κομπόκης πρότεινε, και όλοι αποδέχθηκαν, να σχηματιστεί αυτοκινούμενη φάλαγγα με τεθωρακισμένα, πυροβολικό κλπ. Και να κινηθεί προς Πάφο, πράγμα που έγινε αμέσως. Παράλληλα διατάχθηκε η ακταιωρός ΛΕΒΕΝΤΗΣ να πλεύσει προς Πάφο και να βομβαρδίσει τον εκεί ραδιοφωνικό σταθμό με σκοπό να αποκλειστεί η δυνατότητα του Μακαρίου να μεταδίδει μηνύματα. Και αυτό το μέτρο εφαρμόστηκε και βομβαρδίστηκε όχι μόνο ο ραδιοφωνικός σταθμός, αλλά και τμήματα της παραλιακής περιοχής της Πάφου.
β. Επίσης ο Κομπόκης, ο οποίος στην ουσία είχε αναλάβει την αρχηγία του πραξικοπήματος, από τη στιγμή που ο Γεωργίτσης από τις 7.30΄ π.μ. της 15ης.7.74 είχε εγκατασταθεί στο στρατόπεδο της ΕΛΔΥΚ και μόνο μετά τις 10.30΄ π.μ. που είχε επικρατήσει το πραξικόπημα εμφανίστηκε στο ΓΕΕΦ, (καταθέσεις Παπαγιάννη και Κομπόκη), μετά το μεσημέρι είδε σε κάποιο γραφείο του ΓΕΕΦ να περιφέρεται ο Σαμψών, όπως περιφερόνταν κι άλλοι αντιμακαριακοί.
Πιεζόμενος από την ανάγκη να ορκίσουν ένα «πρόεδρο» χωρίς προηγουμένως να συνεννοηθεί με την Αθήνα, όπως καταθέτει, του είπε: «Πήγαινε βάλε μια γραβάτα και έλα να σε ορκίσουμε πρόεδρο». Αυτό και έγινε. Μετά την ορκωμοσία του ο Σαμψών διάβασε το διάγγελμα που είχε ετοιμάσει η Χούντα των Αθηνών και σχημάτισε την «κυβέρνησή» του.
Ποιοι γνώριζαν για το πραξικόπημα;
Σύμφωνα με το πόρισμα της Ελληνικής Βουλής την απόφαση για το πραξικόπημα γνώριζαν οι: Αντισυνταγματάρχης Κων/νος Κοκοράκης - Αρχηγός Στρατού Αντιστράτηγος Γαλατσάνος - Υπαρχηγός ΑΕΔ Αντιστράτηγος Κυριακόπουλος Όθων - Υπουργός Εξωτερικών Τετενές - Υπουργός Προεδρίας Κων. Ράλλης - Δ/της Γ΄ Σώματος Στρατού Αντιστράτηγος Ιωάννης Ντάβος. - Οι αξιωματικοί Σκλαβενίτης, Ματάτσης και άλλοι.
Όλοι οι παραπάνω και όσοι προαναφέρονται όχι μόνο δεν έκαναν τίποτε για να αποτρέψουν το πραξικόπημα κατά Μακαρίου, αλλά αντίθετα έκαναν ό,τι μπορούσαν για να επιτύχει. Στο ίδιο πόρισμα όμως αναφέρεται ότι την ίδια πληροφορία έλαβαν εμμέσως «από τον πρεσβευτή των ΗΠΑ στην Αθήνα Χένρι Τάσκα και οι Άγγ. Βλάχος και Ευάγγελος Αβέρωφ, όπως αυτό προκύπτει από τις καταθέσεις τους. Και ο μεν Άγγ. Βλάχος το πληροφορήθηκε στις 23 ή 24 Ιουνίου 1974 όταν ο Τάσκα του επέδειξε δύο τηλεγραφήματα του τότε Υπουργού Εξωτερικών κ. Χ. Κίσσιγκερ, με τα οποία του έδινε εντολή να βρει τον Ιωαννίδη και να τον αποτρέψει από ενέργεια κατά του Μακαρίου, όπως δε ο ίδιος καταθέτει, την πληροφορία αυτή τη μεταβίβασε στον τότε πρεσβευτή της Κύπρου στην Αθήνα Νικ. Κρανιδιώτη, όταν συναντήθηκαν σε μια δεξίωση στο ξενοδοχείο «ΜΕΓΑΛΗ ΒΡΕΤΤΑΝΙΑ».
Ο Ευάγγελος Αβέρωφ το πληροφορήθηκε, όπως καταθέτει, στο διάστημα μεταξύ της επίδοσης της από 2.7.74 επι στολής του Μακαρίου και της εκδήλωσης του πραξικοπήματος και συγκεκριμένα στις 10 ή 12 Ιουλίου 1974 από τον Τάσκα, ο οποίος του επέδειξε τρία τηλεγραφήματα του Κίσσιγκερ ένα εκ των οποίων έλεγε «βρέστε οποιονδήποτε άλλον».
Και αυτό γιατί ο Τάσκα ισχυριζόταν, ότι δεν μπορούσε να βρει τον Ιωαννίδη. Την πληροφορία αυτή ο Ευάγ. Αβέρωφ δεν τη μεταβίβασε στον Νικ. Κρανιδιώτη, ενώ μια άλλη πληροφορία που είχε από ένα φίλο του γεωπόνο, όπως κατάθεσε, τη μεταβίβασε, γεγονός που επιβεβαιώνεται και από τον Νικ. Κρανιδιώτη στο βιβλίο του, με την αιτιολογία, όπως κατέθεσε ο ίδιος ο κ. Αβέρωφ ότι επρόκειτο για απόρρητα έγγραφα των ΗΠΑ.
Η αποσιώπηση της πληροφορίας αυτής δημιουργεί σοβαρές ευθύνες για τον κ. Ευάγγ. Αβέρωφ, γιατί αν την είχε μεταφέρει στον Νικ. Κρανιδιώτη, ο Μακάριος θα την εκτιμούσε κατάλληλα μια και θα προερχόταν από τον Ευάγγ. Αβέρωφ και εφόσον επρόκειτο για τηλεγραφήματα του Κίσσιγκερ, ο οποίος «φαινόταν» να επαναλαμβάνει την εντολή που είχε δώσει το 1972 ο Νίξον, πιθανόν να επείθετο ότι θα γινόταν πραξικόπημα και θα έπαιρνε τα μέτρα του. Ο Νικ. Κρανιδιώτης στο προαναφερόμενο βιβλίο του αναφέρει, ότι ο Μακάριος είχε μια δυσεξήγητη σιγουριά ότι δεν επρόκειτο να εκδηλωθεί πραξικόπημα εναντίον του.
Βέβαια ο Ε. Αβέρωφ το Σεπτέμβριο του ’87, τρεις μήνες μετά την κατάθεσή του, επιχείρησε με ιδιόγραφη παραπομπή να διορθώσει την αρχική του κατάθεση και να παρουσιάσει ότι ο Τάσκα του επέδειξε τα τηλεγραφήματα Κίσσιγκερ μετά την εκδήλωση του πραξικοπήματος. Πλην όμως η άποψη αυτή δεν έγινε δεκτή από την πλειοψηφία της Επιτροπής, η οποία κρίνει ότι το αληθινό είναι ότι ο Τάσκα επέδειξε στον κ. Αβέρωφ τα τηλεγραφήματα πριν από την εκδήλωση του πραξικοπήματος και όχι μετά, γιατί αυτό δεν θα είχε πια καμία σημασία. Άλλωστε είναι τόσο σαφής και λεπτομερής η κατάθεση Αβέρωφ, ώστε δεν μένει αμφιβολία, ότι οι ημερομηνίες που αναφέρονται σ’ αυτή δεν είναι προϊόν κοπώσεως ή χάσματος μνήμης.
Η σκέψη των μελών της μειοψηφίας στην Επιτροπή, , ότι οι ημερομηνίες 10 ή 12 Ιουλίου αφορούν ημερομηνίες των τηλεγραφημάτων και όχι της επίδειξής τους από τον Τάσκα στον κ. Αβέρωφ είναι έξω από την πραγματικότητα, από τη στιγμή που τα τηλεγραφήματα αυτά είχαν επιδειχθεί από τον Τάσκα και στον Άγγ. Βλάχο στις 25-26 Ιουνίου ’74 και κατά συνέπεια δεν μπορούσαν να έχουν ημερομηνία αποστολής και λήψης τους μεταγενέστερη της 25ης ή 26ης.6.74.
Κατά τη γνώμη όμως της μειοψηφίας των μελών της Επιτροπής που εκφράστηκε κατά τις αλλεπάλληλες συζητήσεις του συγκεκριμένου θέματος, ως και στην τελική συζήτηση προς ψήφιση, τα τηλεγραφήματα Κίσσιγκερ, ο Τάσκα τα επέδειξε στον Αβέρωφ μετά την εκδήλωση του πραξικοπήματος, τα δε αντίθετα που αναφέρονται στην κατάθεσή του οφείλονται στο μεγάλο χρονικό διάστημα που έχει περάσει από τότε.
Οι ημερομηνίες 10 ή 12 Ιουλίου που αναφέρονται στην αρχική κατάθεσή του αφορούν ημερομηνίες των τηλεγραφημάτων και όχι της επίδειξης σ’ αυτόν από τον Τάσκα. Το γεγονός δε ότι ο κ. Αβέρωφ έλαβε γνώση των τηλεγραφημάτων μετά το πραξικόπημα, κατά την κρίση των παραπάνω συναδέλφων, προκύπτει και από το γεγονός ότι δεν μετέδωσε την πληροφορία στον Κρανιδιώτη, την οποία θα την μεταβίβαζε, αν την είχε πληροφορηθεί πριν από το πραξικόπημα, όπως είχε κάνει και με την πληροφορία που είχε από το γεωπόνο»
Η πραξικοπηματική ηγεσία των Εθνικής Φρουράς κυνηγούσε τον Μακάριο και αδιαφόρησε για την εισβολή
Την ώρα που η Αθήνα προετοιμαζόταν και εκτελούσε το σχέδιο για την ανατροπή του Μακαρίου οι Κύπριοι, σύμφωνα με το πόρισμα της Βουλής των Αντιπροσώπων παρατηρούν πως οι τουρκικές στρατιωτικές δυνάμεις ετοιμάζονται για την εισβολή από τον Κόλπο της Μερσίνας.
«Περί τα τέλη Μαΐου του 1974 οι τουρκικές δυνάμεις οι οποίες θα λάμβαναν μέρος στην εισβολή τέθηκαν σε κατάσταση επιφυλακής με λήψη πρόσθετων μέτρων εναντίον της κατασκοπίας. Η πραξικοπηματική ηγεσία της ΕΦ αντιμετώπισε πλημμελώς τις διασταυρωμένες πληροφορίες τις οποίες ελάμβανε για την επικείμενη τουρκική εισβολή. Αλλά και κατά την έναρξη της εισβολής η αντιμετώπιση ήταν χλιαρή έως απαθής.
Οι δυνάμεις της ΕΦ που χρησιμοποιήθηκαν για την καταδίωξη στην Πάφο του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου ήσαν αριθμητικά και οπλικά υπέρτερες από τις αντίστοιχες που απέστειλε για την αντιμετώπιση του τουρκικού προγεφυρώματος στο χώρο της αποβίβασης την πρώτη μέρα της εισβολής». Στο Κυπριακό πόρισμα στηλιτεύεται και η αντίδραση του Αρχηγείου των Ενόπλων Δυνάμεων στην Ελλάδα. Μεταξύ άλλων αναφέρεται ότι οι σταθμοί των ραντάρ ενημέρωσαν την ηγεσία του ΓΕΕΦ έγκαιρα τόσο για τις κινήσεις των τουρκικών πλοίων στο ναύσταθμο της Μερσίνας όσο και για τον απόπλουν με κατεύθυνση τα παράλια της Κερύνειας «Η ενημέρωση αγνοήθηκε, ουδέν μέτρο ελήφθη».
Ως γενικά συμπεράσματα η κυπριακή Κοινοβουλευτική Επιτροπή για το Φάκελο της Κύπρου, καταλήγοντας, εκτιμά ότι:
• η απουσία ξεκάθαρων στόχων για την πορεία την οποία θα έπρεπε να είχε η εθνική μας υπόθεση,
• η απουσία ενότητας στο εσωτερικό μέτωπο,
• η απουσία ουσιαστικής και συντονισμένης συνεννόησης μεταξύ Αθήνας και Λευκωσίας, καθώς και η απουσία δημοκρατικά εκλεγμένης κυβέρνησης στην Ελλάδα,
• η σημαντική εξάρτηση που είχαν από τους νατοϊκούς κύκλους οι κυβερνήσεις των αποστατών και η Χούντα στην Ελλάδα,
• η υποτίμηση των κινδύνων οι οποίοι προέρχονταν από την Τουρκία,
• η ένταση του Ψυχρού Πολέμου ανάμεσα στις δύο υπερδυνάμεις της εποχής, καθώς και οι σοβαρές εξελίξεις στην περιοχή της Μέσης Ανατολής,
• η αδικαιολόγητη σύσταση και δραστηριοποίηση παράνομων ένοπλων οργανώσεων στην Κύπρο, οι οποίες α ποσταθερο ποιούσαν το εσωτερικό μέτωπο και έδιναν το πρόσχημα σε ξένες παρεμβάσεις,
• η εμφάνιση τυχαίων και απρόβλεπτων γεγονότων (π.χ. υπόθεση Παναγούλη) ήσαν μερικοί από τους παράγοντες που οδήγησαν και συνέθεσαν την προδοσία κατά της Κύπρου»
www.protothema.gr