Οταν ο Ζεύξης, ένας από τους σημαντικότερους ζωγράφους της κλασικής αρχαιότητας, φιλοτέχνησε με απόλυτη πιστότητα έναν πίνακα με σταφύλι...
Οταν ο Ζεύξης, ένας από τους σημαντικότερους ζωγράφους της κλασικής αρχαιότητας, φιλοτέχνησε με απόλυτη πιστότητα έναν πίνακα με σταφύλια, τα πουλιά ξεγελασμένα, άρχισαν να φτερουγίζουν γύρω του. Αλλά και ο ίδιος ο Ζεύξης έπεσε θύμα μιας ανάλογης ψευδαίσθησης όταν, αντικρίζοντας ένα έργο του ζωγράφου Παρράσιου, νόμισε ότι τα ζωγραφισμένα αντικείμενα ήταν αληθινά.
Τα παραδείγματα αυτά τα παραθέτει ο Ρωμαίος ιστορικός Πλίνιος στο 35ο βιβλίο της Φυσικής Ιστορίας του, που είναι νστην αρχαία ελληνική ζωγραφική.
"Την ίδια εποχή" γράφει ο Πλίνιος "βρισκόταν σε ακμή και ο Πρωτογέννης [...]. Ανάμεσα στους πίνακές του τα πρωτεία κατείχε ο Ιάλυσος [...]. Ο σκύλος σ' αυτόν τον πίνακα είναι καμωμένος με θαυμαστό τρόπο [...]. Δεν πίστευε [ο Πρωτογέννης] τον εαυτό του ικανό να αποδώσει τον αφρό από το λαχάνιασμα στο στόμα του σκύλου [...]. Με την ψυχή ανήσυχη και ταραγμένη, γιατί ήθελε να 'ναι στη ζωγραφική του αληθινός κι όχι αληθοφανής [...] εξοργισμένος [...] εκσφενδόνισε το σφουγγάρι στο μισητό σημείο του πίνακα. Το σφουγγάρι αποκατέστησε α χρώματα έτσι ακριβώς όπως τα ποθούσε, και έτσι στον πίνακα αυτόν η τύχη απέδωσε τη φύση".
Αν και ο Πλίνιος γράφει έξι σχεδόν αιώνες μετά την κλασική εποχή, τέτοιες ανεκδοτολογικές αναφορές είναι ενδεικτικές των αισθητικών αντιλήψεων που κυριαρχούσαν στην κλασική Ελλάδα και δείχνουν το πόσο εντυπωσίαζε τους αρχαίος Ελληνες η "μιμητική" ικανότητα της ζωγραφικής. Δυστυχώς, εκτός της αγγειογραφίας, κανένα δείγμα αρχαιοελληνικής ζωγραφικής δεν έχει ουσιαστικά διασωθεί. Η στενή σχέση μεταξύ της φύσης και των έργων τέχνης αποτελεί ένα χαρακτηριστικό που διαπερνά όλη την αρχαιοελληνική καλλιτεχνική θεωρία.
"Το κάλλος και η αληθοφάνεια των μορφών αποτελούν δύο έννοιες ιδιαίτερα καθοριστικές για την αρχαία ελληνική τέχνη. Αν τα αρχαιοελληνικά αγάλματα κατορθώνουν να αγγίξουν την ομορφιά των θεών, είναι γιατί οι θεοί του Ολύμπου έχουν κάτι το ανθρώπινο. Τα ελληνικά γλυπτά ζουν σε μια αιώνια νεότητα, απολαμβάνοντας μια σχεδόν θεική αταραξία. Σύμφωνα μάλιστα με τη θεωρία του Πλάτωνα, οι ιδιότητες του μέτρου και της συμμετρίας είναι συστατικά όχι μόνο του κάλλους, αλλά και της ίδιας της αρετής"
Αν για τη θεοκρατική αιγυπτιακή κοινωνία η ογκώδης αρχιτεκτονική αποτελούσε την κατεξοχήν τέχνη, για τον αρχαιοελληνικό ανθρωποκεντρικό πολιτισμό η αξία της ανθρώπινης μορφής και η ρεαλιστική καλλιτεχνική της απόδοση ήταν κυρίαρχη. Το ρεαλιστικό της, ωστόσο, χαρακτήρα η κλασική τέχνη τον κατέκτησε σταδιακά. Κατά την αρχαική εποχή, περίοδο ακμής των τυραννικών καθεστώτων, η γλυπτική διακρίνεται για την αυστηρότητα και την ακαμψία της. Η εγκαθίδρυση του δημοκρατικού πολιτεύματος και η αυτοπεποίθηση που ανακτήθηκε από τον αθηναικό δήμο μετά τους Περσικούς Πολέμους οδήγησαν στην καλλιέργεια ενός νέου αισθητικού ιδεώδους. Αν πράγματι ο άνθρωπος είναι ο πρωταγωνιστής της Ιστορίας, η τέχνη οφείλει να αναπαραστήσει με τη μεγαλύτερη δυνατή πιστότητα τα χαρακτηριστικά του.
Ωστόσο η μιμητική αξία της καλλιτεχνικής αναπαράστασης ήταν για τους αρχαίους Ελληνες σχετική. Η θεωρία του Πλάτωνα, η πρώτη συγκροτημένη περί τέχνης θεωρία που διατυπώνεται στην αρχαιότητα, κάνει προφανές αυτό το γεγονός.
"Ποιος είναι ο σκοπός της ζωγραφικής;" αναρωτιέται ο Πλάτωνας στο 10ο Βιβλίο της Πολιτείας. "Εργο έχει να μιμείται το αντικείμενο όπως πραγματικά υπάρχει ή το φαινόμενο όπως φαίνεται; Είναι με άλλα λόγια μίμηση του φαινομενικού ή της πραγματικότητας;
-Του φαινομενικού.
-Απέχει λοιπόν πολύ της αλήθειας η μίμηση".
Ο Πλάτωνας όχι μόνο δεν ξεχωρίζει τις καλές τέχνες ως ειδική κατηγορία, αλλά θα λέγαμε πως τις αντιμετωπίζει ιδιαιτέρως "καχύποπτα". Για τον φιλόσοφο, ένα έργο τέχνης μιμείται κάποιο από τα αντικείμενα που υπάρχουν γύρω μας - για παράδειγμα, ένα τραπέζι ή ένα ανθρώπινο πρόσωπο. Αυτό το πραγματικό αντικείμενο, όμως, αποτελεί στην ουσία ένα είδωλο, αφού μιμείται με τη σειρά του την ιδανική μορφή του τραπεζιού ή του προσώπου.
Οι ιδανικές μορφές που ενσαρκώνουν το απόλυτο κάλλος βρίσκονται σε ένα χώρο πέρα από τον κόσμο που μας περιβάλλει. Η τέχνη, λοιπόν, απέχει διπλά από αυτές, αφού απομιμείται τα είδωλά τους. Στο βαθμό που το απόλυτο ωραίο υπάρχει μόνο ως ιδεατή μορφή, δεν είναι ορατό αλλά συλλαμβάνεται μόνο με το νου
Ο Εφηβος του Κριτία, με το ατάραχο πρόσωπο, εικονογραφεί με παραδειγματικό τρόπο την απόπειρα του καλλιτέχνη να αποτυπώσει τούτο το ιδανικό κάλλος. Αυτή η αντίληψη του ωραίου αποτελεί, εξάλλου, και τον κύριο λόγο για τον οποίο στην κλασική τέχνη οι ιδιαιτερότητες της ανθρώπινης φυσιογνωμίας και η ποικιλία της έκφρασης αναιρούνται προς όφελος ενός εξιδανικευμένου ανθρώπινου τύπου με συγκεκριμένες αναλογίες και χαρακτηριστικά. Η κλασική τέχνη φαίνεται να αγνοεί την παραμόρφωση την οποία επιφέρουν στο σώμα το γήρας, η έλλειψη σωματικής άσκησης ή στο πρόσωπο η έκφραση των παθών της ψυχής. Δεν είναι τυχαίο που τα αρχαιοελληνικά αγάλματα ζουν σε μια αιώνια νεότητα. Απολαμβάνουν ταυτόχρονα μια σχεδόν θεική αταραξία.
Είναι, βεβαίως, αλήθεια πως ο ακριβής τρόπος με τον οποίο οι αρχαίοι Ελληνες απέδιδαν την ανθρώπινη μορφή δεν γίνεται πάντα αντιληπτός από τα, συχνά κακής ποιότητας, μαρμάρινα ρωμαικά αντίγραφα που στις περισσότερες περιπτώσεις έχουμε στη διάθεσή μας. Και μόνο το γεγονός πως, τουλάχιστον την περίοδο της κλασικής ακμής, τα αγάλματα ήταν ορειχάλκινα για να απομιμούνται καλύτερα την υφή του ανθρώπινου δέρματος δείχνει ότι η αίσθηση της εξιδανικευμένης νηφαλιότητας συνδυαζόταν με μια κάθε άλλο παρά ψυχρή προσέγγιση του ανθρώπινου σώματος.
Η διαδικασία απομάκρυνσης από τα κλασικά πρότυπα γίνεται περισσότερο αισθητή τον 4ο αιώνα, όταν έννοιες όπως η "χάρις" θα συνδυαστούν με την αναζήτηση του κάλλους. Ο Απόλλων Σαυροκτόνος του Πραξιτέλη αγγίζει με αυτή την έννοια την επιτήδευση, την οποία αναζητά μια κοινωνία που δυσκολεύεται να διατηρήσει την αίσθηση του μέτρου ως κυρίαρχη αισθητική αξία.
Σε παρόμοια μαρμάρινα αντίγραφα βασίστηκε, εξάλλου, σε μεγάλο βαθμό και η εξιδανικευμένη εικόνα που η νεότερη εποχή καλλιέργησε σε σχέση με την αρχαία ελληνική τέχνη Η επίδραση της αρχαιοελληνικής καλλιτεχνικής παράδοσης είναι έντονη στα έργα της Αναγέννησης. Ο τρόπος με τον οποίο η κάθε εποχή αφομοιώνει και μεταπλάθει το αρχαιοελληνικό κάλλος ορίζεται από τις δικές της αξίες. Τα στιβαρά γυναικεία σώματα απέχουν ίσως από την αίσθηση του μέτρου που συναντάμε τόσο συχνά στην κλασική τέχνη, απηχώντας ωστόσο το αναγεννησιακό ενδιαφέρον για μια λεπτομερή απεικόνιση των χαρακτηριστικών του ανθρώπινου σώματος.
Μετά το Διαφωτισμό η ανακάλυψη της Αρχαιότητας και η επανεκτίμηση της Αναγέννησης οδήγησαν σε διάφορες απλουστεύσεις και παρερμηνείες, οι οποίες εντάθηκαν υπό το νοσταλγικό πρίσμα του νεοκλασικισμού. Αλλά και ο 20ος αιώνας, παρά την αισθητική επανάσταση που πραγματοποίησε, υπέκυψε στη γοητεία της αναζήτησης του αρχαιοελληνικού κάλλους, καταλήγοντας συχνότατα σε όχι λιγότερο "παραμορφωτικά" αποτελέσματα.
Η συχνή, εντούτοις, επαναπροσέγγιση της αρχαιοελληνικής τέχνης κατά τη διάρκεια της εξέλιξης του πολιτισμού μας δείχνει από τη μία το πόσο βαθιά ριζωμένος στην ελληνική αρχαιότητα είναι ο δυτικός κόσμος και από την άλλη τη σπουδαιότητα μα και τη ζωτικότητα της τέχνης και της καλλιτεχνικής θεωρίας των αρχαίων Ελλήνων.
Κείμενο: Αλεξάνδρα Κοροξενίδη για το National Geographic Ελλάδα