Αποθρησκειοποιημένο, και αποεθνικοποιημένο κράτος είναι ένα κράτος ενάντια στο ιστορικό βίωμα. Σφοδρή ήταν η αντίδραση του βουλευτή του ...
Αποθρησκειοποιημένο, και αποεθνικοποιημένο κράτος είναι ένα κράτος ενάντια στο ιστορικό βίωμα.
Σφοδρή ήταν η αντίδραση του βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ και πρώην υπουργού Παιδείας, Νίκου Φίλη, για την προβολή της εικόνας της Παναγίας στο κτήριο της Βουλής την ημέρα της εορτής των Ενόπλων Δυνάμεων. Ο βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ, μίλησε για την ανάγκη ουδετερόθρησκουκράτους, και αναφέρθηκε στο πάγιο αίτημα του “προοδευτικού χώρου”, για τον χωρισμό Κράτους-Εκκλησίας. Ακόμα παραπέρα, η άποψη που πρεσβεύει υποστηρίζει ότι η ολοκλήρωση της δημοκρατίας στην Ελλάδα, προϋποθέτει πέραν της αποθρησκειοποίησης, και την αποεθνικοποίηση της Πολιτείας.
Η αντίληψή του αυτή, δεν περιορίζεται στην αριστερά του πολιτικού φάσματος. Είναι κοινή σε ένα πολύ ευρύτερο ρεύμα που διαπερνάει τον φιλελευθερισμό, τον νεοφιλελευθερισμό, και την σοσιαλδημοκρατία, και το οποίο συστήνει ένα υποτιθέμενο προοδευτικό μέτωπο. Στην πραγματικότητα, όμως, πρόκειται μια θέση εξαιρετικά αυτοαναιρούμενη. Γιατί για την Ελλάδα, προϋπόθεση της ολοκλήρωσης της δημοκρατίας, αλλά και του εκσυγχρονισμού του κράτους και των θεσμών είναι να συμβεί το αντίθετο.
Γιατί οι Έλληνες επαναστάτησαν το 1821 διεκδικώντας μια Ελεύθερη Ελληνική, Χριστιανική Πολιτεία;
Υπάρχει ένα πρώτο επίπεδο ανάγνωσης που είναι εύκολο να το διατρέξουμε: Για να πηγάζει η εξουσία από την λαϊκή εντολή, οι θεσμοί που καλούνται να την υπηρετήσουν οφείλουν να αντικατοπτρίζουν την θρησκευτική και την ιστορική συνείδηση που καθιστά τον λαό αυτόν αυθύπαρκτο συλλογικό υποκείμενο. Αυτή η διάσταση, ενυπάρχει σε όλα τα ελληνικά Συντάγματα, αρχής γενομένης από εκείνο του Ρήγα, και βέβαια, της Επανάστασης του 1821.
Σε όλα τα παραπάνω συνταγματικά εγχειρήματα, ο ελληνικός χαρακτήρας του κράτους και το χριστιανικό του υπόβαθρο, ήταν κάτι παραπάνω από σαφής. Λειτουργούσε δε, σε ένα εντελώς διαφορετικό επίπεδο από την ανεξιθρησκεία, και την πολυεθνοτική συνύπαρξη που προβλέπονταν εντός της επικράτειας.
Με λίγα λόγια, το κράτος ήταν ελληνικό και χριστιανικό γιατί συνιστούσε φορέα ενός συγκεκριμένου πολιτισμού, και της συνέχειάς του μέσα στον χρόνο. Ως ελληνικό και χριστιανικό κράτος, με τις αξίες που φέρουν εντός τους ετούτοι οι προσδιορισμοί, εισηγείται την ανεξιθρησκεία και την πολυεθνική ανεκτικότητα. Έτερον εκάτερον.
Η επιμονή στη θρησκευτική διάσταση, έχει φυσικά ιστορικές ρίζες: Η οθωμανοκρατία εξέφραζε την κατοχή μιας ξένης θρησκείας και ενός ξένου πολιτισμού. Η χειραφέτηση από αυτήν εκφραζόταν κατ’ εξοχήν στο θρησκευτικό πεδίο.
Φυσικά, με την θρησκευτική διάσταση διαπλέκεται στενά και η γεωπολιτική: Η οθωμανοκρατία σηματοδοτούσε την επέκταση της ισλαμικής Ανατολής σε βάρος της ελληνικής, χριστιανικής Δύσης. Η αποκατάσταση του Χριστιανισμού, ήταν συνάμα και αποκατάσταση του ιστορικού ορίου ανάμεσα στην ανατολική εκδοχή του δεσποτισμού, και στην ελληνική έκφραση της ελευθερίας. Περιεχόμενο, που αφορά εν τέλει όλες τις συγκρούσεις που θα δώσει ο ελληνισμός με τις εξ ανατολών δυνάμεις, στην αρχαιότητα, τον μεσαίωνα και την αυγή των νεώτερων χρόνων.
Υπό αυτήν την έννοια αποθρησκειοποιημένο, και αποεθνικοποιημένο κράτος είναι ένα κράτος ενάντια στο ιστορικό βίωμα του συγκεκριμένου έθνους και ενάντια στη συνείδηση που σφυρηλάτησε μέσω αυτού. Ας μην ξεχνάμε ότι μέσα στην Τουρκοκρατία το συνέχειν των υπόδουλων στους Οθωμανούς Ελλήνων, υπήρξε ταυτοτικό –δηλαδή πολιτισμικό– και όχι πολιτειακό, και παράλληλα έχουμε συνηθίσει να αντιμετωπίζουμε το πολιτισμικά αλλότριο κράτος ως εχθρικό, κατακτητικό κράτος.
Το πρόβλημα μεταξύ ισότητας και ελευθερίας, πολιτείας και κοινωνίας
Σε αυτό το σημείο εντοπίζεται ένα βαθύτερο πρόβλημα. Ο δυτικοευρωπαϊκός φιλελευθερισμός, δένει την ελευθερία πάνω στο άτομο, και επιφυλάσσει στο κράτος τον ρόλο του ουδέτερου ρυθμιστή μεταξύ των ατομικών ελευθεριών. Το κράτος εκεί οφείλει να είναι ‘ξένο’, δηλαδή, ουδέτερο ως προς τα άτομα που διαφεντεύει, ώστε δίκαια να ρυθμίζει τον βαθμό δικαιοδοσίας της ελευθερίας τους.
Στην Ελλάδα, αντίθετα, υπάρχει η κοινοτική παράδοση της ελευθερίας, όπου αυτή βιώνεται στη σχέση του ατόμου με την κοινότητα.
Για την ελληνική πολιτισμική σφαίρα, η αυτοπραγμάτωση επιτυγχάνεται την στιγμή της ηρωικής θυσίας του ατόμου χάριν της συλλογικής μας σωτηρίας και ελευθερίας. Είναι το πρότυπο του «αγίου» που ρυθμίζει την ελληνική εκδοχή της ελευθερίας, και όχι εκείνο του «μοναχικού λύκου» το οποίο πραγματεύεται ο Χομπς.
Αυτό σημαίνει ότι το κράτος, και οι θεσμοί οφείλουν να είναι πολιτισμικά φορτισμένοι, για να παρακινούν την κοινωνία σε ταύτιση μαζί τους. Αν δεν είναι, δεν υφίσταται κοινωνικό συμβόλαιο, και διολισθαίνουμε στον μηδενισμό με τον οποίο χαρακτηρίζεται η σχέση του νεοέλληνα με το κράτος και την κοινωνία του.
Με λίγα λόγια, ο ‘ελληνικός φιλελευθερισμός’, δηλαδή η πολιτειολογία που προέκυψε ιστορικά μέσω των αγώνων που πραγματοποίησαν οι Έλληνες για την ελευθερία, έχει ως σημείο αφετηρίας και αναφοράς το άτομο μέσα στην κοινότητα, και όχι έξω από αυτήν –θεός ή τέρας κατά τον Αριστοτέλη όποιος ζει εκτός της πολιτικής κοινωνίας.
Με το να αρνούμαστε αυτήν την πραγματικότητα, και να την υποκαθιστούμε με τον δυτικοευρωπαϊκό (υπερ)φιλελευθερισμό, ουσιαστικά εισάγουμε στην Ελλάδα ένα πρόβλημα.
Ο ψευδεπίγραφος εκσυγχρονισμός
Αγγίζουμε εδώ, τον πραγματικό λόγο αποτυχίας του πρόσφατου εκσυγχρονιστικού εγχειρήματος που συνδέθηκε με τον Κώστα Σημίτη. Στα χρόνια των μνημονίων, και εξαιτίας της χρεοκοπίας, επικράτησε σε ένα μεγάλο κομμάτι της κοινής γνώμης να θεωρεί ότι για την ελληνική κατάρρευση ευθύνεται η διεθνής στρατηγική που η χώρα ακολούθησε τις τελευταίες δεκαετίες. Η σχέση μας με την Ευρώπη κρίθηκε υπαίτια για την κατάρρευση, και όχι ο τρόπος που καταναλώσαμε αυτήν την σχέση στο εσωτερικό μας.
Το πρόβλημα, ωστόσο, με τον εκσυγχρονισμό του Κωνσταντίνου Σημίτη ήταν η ψευδεπίγραφη και παρασιτική του διάσταση.
Όταν συγκρούεται κανείς με την Εκκλησία για τον χριστιανικό χαρακτήρα της Ελλάδας, επί της ουσίας λέει στην κοινωνία ότι το κράτος πλέον δεν της ανήκει. Γίνεται όμως, να θέλεις να εκσυγχρονίσεις μια χώρα, και ταυτόχρονα, να δημιουργείς χάσμα και αποσύνδεση μεταξύ κράτους και κοινωνίας;
Εν τέλει ο εθνομηδενιστικός εκσυγχρονισμός, αφού υπονόμευσε το αξιακό, πολιτισμικό, και εθνικό πλέγμα ταύτισης κοινωνίας-πολιτείας έπρεπε με κάτι να το υποκαταστήσει. Δεν νοείται διακυβέρνηση δίχως την ύπαρξη στοιχειωδών σημείων επαφής των «από πάνω» με τους «από κάτω».
Το νέο κοινωνικό συμβόλαιο αφορούσε στον… παρασιτισμό, το ‘μπραζιλέρο’ στην οικονομία, τον «κύριο εισαγόμενο», την ‘μεσανατολικοποίηση’ της χώρας προς αναζήτηση φθηνής και ευκαιριακής εργατικής δύναμης για το χωράφι, την οικοδομή, την εστίαση κ.ο.κ.
Έτσι, ο εκσυγχρονισμός συνδέθηκε με την υποχώρηση, την οπισθοδρόμηση στη βιωσιμότητα της χώρας, και οδηγηθήκαμε με αρκετή ταχύτητα προς την κατάρρευση του 2009.
Δημοκρατικό κράτος = ελληνικό κράτος με ορθόδοξο υπόβαθρο
Μετά από αυτήν την πικρή εμπειρία, που ακόμα μας ταλανίζει ποικιλοτρόπως στην αυγή της τρίτης δεκαετίας του 21ου αιώνα, οφείλουμε να συμβάλλουμε σε μια ριζική αναθεώρηση του τρόπου που βλέπουμε τα πράγματα. Οι απόψεις του Νίκου Φίλη, που στο συγκεκριμένο εκφράζει αυτά που επίσης πρεσβεύουν και δεν θέλουν να ομολογήσουν δημόσια και τμήματα της κυβέρνησης, του ΚΙΝΑΛ, της πανεπιστημιακής και πνευματικής τάξης της χώρας, είναι κατ’ εξοχήν παρωχημένες απόψεις.
Αντίθετα, από την ελληνική εμπειρία του 20ου αιώνα, γνωρίζουμε κυρίως δύο πράγματα, που διαπλέκονται στενά μεταξύ τους:
Πρώτον, ότι η εθνική ολοκλήρωση προϋποθέτει την δημοκρατία, διότι μόνον αυτή εγγυάται την ισότιμη ένταξη όλων των μελών του έθνους στην πολιτική του συγκρότηση.
Δεύτερον, ότι η δημοκρατική ολοκλήρωση προϋποθέτει το έθνος, και ότι άρα το κράτος οφείλει να είναι φορτισμένο με την ιστορική μνήμη, το θρησκευτικό υπόβαθρο, τον πολιτισμό της κοινωνίας που καλείται να κυβερνήσει, διότι μόνον έτσι θα καταστεί αυθεντική προέκταση της ύπαρξής της.
Και φυσικά, αυτή η βασική προϋπόθεση δεν αντιβαίνει στην ανεξιθρησκία, ή την αποδοχή του «άλλου», αλλά την ενσωματώνει. Όπως καθιστά εφικτό και τον διοικητικό διαχωρισμό του Κράτους και της Εκκλησίας, διότι πλέον αφού το κράτος θα εκφράζει και δεν θα αποπέμπει την ελληνικότητα, δεν θα υπάρχει ανάγκη για την Εκκλησία να εισέρχεται σε αυτό το πεδίο, κάτι που θα της επιτρέψει από την πλευρά της να επιστρέψει στο κύριο κομμάτι του έργου της που είναι πνευματικό.
Εν τέλει, το να προβάλει ανοιχτά το ελληνικό κράτος τα σύμβολα της συνέχειας το Ελληνισμού, από τον Παρθενώνα, μέχρι την Αγία Σοφία, και την Παναγία – προστάτιδα των Ενόπλων Δυνάμεων, είναι ζήτημα αυτοκυβέρνησης και όχι ‘θεοκρατίας’. Στην αυτοκυβέρνηση επιτίθεται ο Νίκος Φίλης, όταν διαρρηγνύει τα ιμάτιά του γι’ αυτές τις εικόνες, και όχι σε κάποιον υποτιθέμενο «σκοταδισμό».