Αύριο, Τρίτη 17 Ιουνίου, η Αμαλιάδα θα αποχαιρετήσει τα δύο παιδιά της, σε μια μέρα που θα μείνει χαραγμένη στις μνήμες όλων. Μα πάνω α...
Σε στιγμές σαν κι αυτές, η γλώσσα μοιάζει φτωχή και οι λέξεις αδυνατούν να αποδώσουν το βάθος της θλίψης. Η είδηση του ξαφνικού χαμού δύο νέων ανθρώπων στην Αμαλιάδα μέσα σε λίγες ημέρες, έχει σκορπίσει ανείπωτη οδύνη.
Δεν πρόκειται απλώς για γεγονότα που συγκλονίζουν· πρόκειται για ανθρώπινες τραγωδίες που σφραγίζουν ανεξίτηλα τις ζωές των οικογενειών, των φίλων και της τοπικής κοινωνίας.
Είναι άδικο.
Άδικο και αδιανόητο να φεύγουν τόσο πρόωρα από τη ζωή νέοι άνθρωποι. Άνθρωποι που είχαν όνειρα, σχέδια, χαμόγελα, φίλους, οικογένεια. Που δεν πρόλαβαν να ζήσουν όλα όσα δικαιούνταν. Η απώλειά τους δεν είναι απλώς μια απουσία· είναι μια κραυγή που μένει μετέωρη, ένα «γιατί» που δεν βρίσκει απάντηση, μια πληγή ανοιχτή στην καρδιά όσων μένουν πίσω.
Κανείς δεν μπορεί να προετοιμαστεί για έναν ξαφνικό αποχωρισμό.
Πόσο μάλλον όταν πρόκειται για νέους ανθρώπους, που μέχρι χθες γελούσαν, σχεδίαζαν, αγαπούσαν και αγαπιούνταν.
Όταν φεύγει ένας νέος άνθρωπος, δεν χάνεται μόνο μια ζωή – σβήνει ένα κομμάτι του μέλλοντος, παγώνει ο χρόνος και βαραίνει η σιωπή.
Η κοινή λογική ζητά εξηγήσεις. Η καρδιά όμως, ζητά παρηγοριά.
Και όσο κι αν προσπαθήσουμε να παρηγορήσουμε, να εξηγήσουμε, να αποδεχτούμε, η αίσθηση της αδικίας παραμένει εκεί. Σαν σκιά που δεν φεύγει, σαν θρήνος που δεν σβήνει.
Γιατί η ζωή οφείλει να δίνεται, όχι να αφαιρείται τόσο νωρίς.