Την ώρα που νησιά και περιοχές της Δυτικής Ελλάδας χτίζουν τουριστική ταυτότητα, η Ηλεία εξακολουθεί να κρύβεται πίσω από πρόχειρα δελτί...
Την ώρα που η Ζάκυνθος, η Κεφαλονιά, η Λευκάδα αλλά και η γειτονική Αχαΐα προωθούν οργανωμένα τον τουρισμό τους μέσα από στοχευμένες καμπάνιες, επαγγελματικά video και διεθνείς συνεργασίες, ο Νομός Ηλείας συνεχίζει να «επικοινωνείται» με τον πιο παρωχημένο τρόπο: με φωτογραφίες τοπικών παραγόντων δίπλα σε αφίσες και ευχολόγια, συνοδευόμενα από δελτία Τύπου που απευθύνονται στους ίδιους και στους... κομματικούς φίλους τους.
Το αποτέλεσμα; Μια περιοχή που διαθέτει Ολυμπία, Καϊάφα, Αρχαία Ήλιδα, εκτενή ακτογραμμή και πλούσιο πολιτιστικό και γαστρονομικό απόθεμα να παραμένει τουριστικά αόρατη στα διεθνή δίκτυα προβολής. Οι επισκέπτες έρχονται κυρίως μέσω της Αρχαίας Ολυμπίας και... φεύγουν. Δεν υπάρχει στρατηγική παραμονής, δεν υπάρχει ενιαία ταυτότητα, δεν υπάρχει επένδυση στην εμπειρία.
Την ίδια στιγμή, άλλες περιοχές όχι μόνο διαφημίζονται, αλλά και επανεφευρίσκονται. Η Ζάκυνθος για παράδειγμα προβάλλει τη γαστρονομία της, το φυσικό κάλλος, την παράδοσή της, τους ήπιους ρυθμούς της επαρχίας. Η Λευκάδα αναπτύσσει θεματικό τουρισμό, η Μεσσηνία έχει γίνει διεθνής προορισμός χάρη σε μια μεθοδική δουλειά χρόνων.
Στην Ηλεία, αντιθέτως, ακόμη και η λέξη «τουρισμός» συναντάται κυρίως σε ετήσια ημερίδα υπό μορφή μονόλογου ή σε συνεντεύξεις Τύπου με γενικόλογες διακηρύξεις για το "πόσο σημαντική είναι η τουριστική προβολή της περιοχής".
Το πρόβλημα δεν είναι μόνο η απουσία κονδυλίων – είναι η απουσία φαντασίας, βούλησης και επαγγελματισμού.
Δεν υπάρχει συνεργασία με ανθρώπους της αγοράς, δεν υπάρχουν συνέργειες με δημοσιογράφους, ταξιδιωτικούς πράκτορες, influencers, παραγωγούς ντοκιμαντέρ. Δεν έχει υπάρξει ποτέ μια σοβαρή απόπειρα να στηθεί ένα βιωματικό αφήγημα για τον τόπο.
Το πρόβλημα είναι διαχρονικό – και δεν είναι μόνο ευθύνη των εκάστοτε αιρετών. Είναι και θέμα νοοτροπίας. Όσο βλέπουμε τη "τουριστική προβολή" ως μια ευκαιρία για να φωτογραφηθούμε ή να «εξασφαλίσουμε χρηματοδότηση για έντυπα», τίποτε δεν θα αλλάξει.
Ο τόπος έχει δυνατότητες – αλλά μένει πίσω γιατί δεν έχει φωνή. Και γιατί αυτοί που θα έπρεπε να μιλήσουν, περιορίζονται σε σιωπές ή επαναλαμβανόμενες κοινοτοπίες.
Και ο κόσμος περνά. Και φεύγει.