(Αφιερωμένο στους... δημοτικούς άρχοντες της Ηλειακής πρωτεύουσας) Στέκομαι μπροστά στο Μανωλοπούλειο. Ο άνεμος περνά μέσα από τα σπασμ...
(Αφιερωμένο στους... δημοτικούς άρχοντες της Ηλειακής πρωτεύουσας)
Στέκομαι μπροστά στο Μανωλοπούλειο.
Ο άνεμος περνά μέσα από τα σπασμένα τζάμια και βγάζει έναν ήχο παράξενο, σαν αναστεναγμό. Το κτίριο δεν είναι πια νοσοκομείο∙ είναι ένα σώμα πληγωμένο, κουφάρι που κουβαλάει μνήμες. Όμως, όσο το κοιτάζω, τόσο οι μνήμες ξυπνούν, σαν να μην άντεχαν άλλο τη σιωπή.
Βλέπω με τα μάτια της φαντασίας μου μια άλλη εικόνα: φωτισμένοι θάλαμοι, κρεβάτια λευκά, γιατροί με σφιγμένα πρόσωπα που παλεύουν με τον χρόνο, με τον θάνατο. Μυρωδιά αιθέρα και ιωδίου. Ένας πατέρας σφίγγει τα χέρια του καθώς περιμένει την είδηση για τη γυναίκα του που γεννά. Μια μάνα κρατά σφιχτά το παιδί της, με δάκρυα ανακούφισης. Στον διάδρομο, ένας ιερέας ψιθυρίζει προσευχές δίπλα σε έναν ασθενή που χαροπαλεύει.
Και μετά ξανά το τώρα.
Οι ίδιοι διάδρομοι, σπασμένα πλακάκια, τοίχους που κάποτε φιλοξενούσαν κορνίζες και ανακοινώσεις, τώρα γεμάτους με γκράφιτι και υγρασία. Τα ίδια δωμάτια, όπου ακούγονταν κραυγές ζωής και αγωνίας, τώρα φιλοξενούν μόνο τον άνεμο και τα περιστέρια.
Δεν μπορώ να μην αναρωτηθώ: πώς γίνεται να αφήνεις ένα τέτοιο δώρο να σαπίζει;
Ο Παναγιώτης Μανωλόπουλος, ο ευεργέτης, πίστεψε σε έναν Πύργο που θα στεκόταν με αξιοπρέπεια, που θα φρόντιζε τους ανθρώπους του. Έχτισε με την ψυχή του αυτό το κτίριο, για να υπηρετεί την υγεία, την ίδια τη ζωή.
Και εμείς;
Το αφήσαμε να γίνει φάντασμα, σκηνικό τρόμου για εφήβους που αναζητούν περιπέτειες τα βράδια.
Κάθε πόλη έχει τα μνημεία της, τα ορόσημά της.
Το Μανωλοπούλειο θα μπορούσε να είναι η ζωντανή καρδιά της μνήμης μας. Ένα μουσείο, ένα πολιτιστικό κέντρο, ένας τόπος όπου οι νεότεροι θα μάθαιναν τι σημαίνει ευεργεσία και τι σημαίνει να προσφέρεις χωρίς να ζητάς αντάλλαγμα.
Αντ’ αυτού, το αφήσαμε να πεθάνει όρθιο.
Κι όμως, δεν πεθαίνει. Το νιώθω. Από μέσα του βγαίνει μια σιωπή που μοιάζει με κατηγορία. Μια σιωπή που σου λέει: «Ξέχασες ποιος είσαι. Ξέχασες ποιος σε έφερε ως εδώ».
Κάθομαι στο πεζούλι απέναντι και αφήνω τα μάτια μου να χαθούν στα σκοτεινά παράθυρα. Δεν ξέρω αν με κοιτούν, ή αν περιμένουν να τα κοιτάξω εγώ με αληθινό σεβασμό.
Μια πόλη που δεν τιμά την ιστορία της, χάνει τον προσανατολισμό της, γίνεται έρμαιο στη φθορά. Κι εμείς, πολίτες αυτής της πόλης, γινόμαστε συνένοχοι.
Το Μανωλοπούλειο στέκει εκεί όχι μόνο σαν ερείπιο∙ στέκει σαν καθρέφτης. Και στον καθρέφτη αυτόν δεν βλέπω το κτίριο. Βλέπω εμάς.