Ένα ξεχασμένο έργο που στέκει σαν μνήμη και κατηγορία για την αδιαφορία των δημοτικών αρχόντων Στέκομαι μπροστά στην παλιά γέφυρα του ...
Στέκομαι μπροστά στην παλιά γέφυρα του Βαρθολομιού. Ο ποταμός κυλάει αργά κάτω της, αδιάφορος για την ανθρώπινη εγκατάλειψη. Το νερό συνεχίζει το ταξίδι του, αλλά η γέφυρα μοιάζει σταματημένη στον χρόνο, σαν να έχει μείνει παγιδευμένη ανάμεσα στο «τότε» και στο «τώρα».
Κλείνω τα μάτια και ξαφνικά νιώθω βήματα πάνω μου. Άνθρωποι διασχίζουν τη γέφυρα∙ χωρικοί με γαϊδουράκια φορτωμένα καρπούς, παιδιά που γελούν τρέχοντας να προλάβουν το σχολείο, γυναίκες που κρατούν στα χέρια τους στάμνες με νερό.
Ήταν μια φλέβα ζωής, ένας δρόμος που έφερνε τον έναν κοντά στον άλλον. Ανοίγω ξανά τα μάτια. Τίποτα. Μόνο σιωπή. Η γέφυρα αναστενάζει και η φωνή της μοιάζει να μου λέει: — Με ξέχασες. Με αφήσατε να γερνάω μόνη. Κι όμως, κάποτε σας ένωνα.
Πόσο εύκολο είναι να ξεχνάμε όσα μας κράτησαν όρθιους; Να αφήνουμε τα έργα που έθρεψαν τον τόπο να βυθίζονται στη λήθη; Αυτή η γέφυρα δεν είναι μόνο πέτρες και σίδερα. Είναι μνήμη, είναι ιστορίες, είναι οι ζωές που την περπάτησαν.
Φαντάζομαι τι θα μπορούσε να είναι σήμερα: ένα μονοπάτι περιπάτου πάνω από το ποτάμι, ένα σημείο που το βράδυ να φωτίζεται και να θυμίζει πως εδώ υπήρξε κάποτε κίνηση, φωνές, ζωή. Θα μπορούσε να γίνει τόπος συνάντησης, να συνδέσει ξανά την πόλη με τη φύση και την ιστορία της.
Αντ’ αυτού, μένει άδεια. Κι εμείς, περνώντας δίπλα της, κατεβάζουμε το βλέμμα σαν να μην αντέχουμε την κατηγορία της. Γιατί η αλήθεια είναι απλή και σκληρή: όταν δεν σέβεσαι τα έργα που κληρονόμησες, είναι σαν να μην σέβεσαι τον ίδιο σου τον εαυτό.
Η γέφυρα συνεχίζει να στέκει. Και θα στέκει, ώσπου κάποιος να την ξαναδεί με μάτια που θυμούνται. Γιατί οι γέφυρες –όπως και οι άνθρωποι– δεν φτιάχτηκαν για να στέκουν μόνες. Φτιάχτηκαν για να ενώνουν.
Αφιερωμένο σε πρώην και νυν δημοτική αρχή Πηνειού, που ποτέ δεν ενδιαφέρθηκαν για τα μνημεία τους!