Το Πάσχα πέρασε. Οι πόλεις άρχισαν ξανά να γεμίζουν, τα φώτα των βιτρινών νίκησαν και πάλι το σκοτάδι, τα σπίτια ξαναβρήκαν τη σιωπή τους...
Το Πάσχα πέρασε. Οι πόλεις άρχισαν ξανά να γεμίζουν, τα φώτα των βιτρινών νίκησαν και πάλι το σκοτάδι, τα σπίτια ξαναβρήκαν τη σιωπή τους μετά τη γιορτή.
Το ερώτημα, ωστόσο, παραμένει υπόγειο, αθέατο αλλά επίμονο: Και μετά;
Η ελληνική κοινωνία βιώνει το Πάσχα όχι μόνο ως θρησκευτικό ορόσημο, αλλά και ως έναν μηχανισμό ανακούφισης. Μια μικρή παύση σε μια καθημερινότητα όπου οι σχέσεις φθείρονται, οι θεσμοί αμφισβητούνται και η ελπίδα μοιάζει πολυτέλεια.
Η Ανάσταση, ως πράξη και σύμβολο, λειτουργεί περισσότερο σαν ψυχικό καταφύγιο παρά ως πνευματική κατεύθυνση.
Αλλά τι σημαίνει αυτό; Ότι γιορτάζουμε, αλλά δεν μετασχηματιζόμαστε. Ότι συγκινούμαστε, αλλά δεν αλλάζουμε. Κι αυτό εγείρει ένα κρίσιμο ερώτημα: μήπως η Ανάσταση έγινε απλώς ένα θέαμα;
Το Πάσχα είναι από τις λίγες στιγμές του έτους όπου η έννοια της κοινότητας αναβιώνει – έστω και προσωρινά. Οι άνθρωποι επιστρέφουν στις ρίζες τους, στα χωριά, στις οικογένειες. Κάθονται ξανά γύρω από ένα κοινό τραπέζι. Όμως αυτή η «επιστροφή» μοιάζει όλο και περισσότερο με μια παλιά φωτογραφία: συγκινητική, αλλά παγωμένη στον χρόνο.
Η κοινωνιολογική αποτύπωση αυτής της εποχικής συλλογικότητας δείχνει ότι οι δεσμοί υπάρχουν μεν, αλλά είναι θραυσματικοί. Η κοινότητα δεν είναι πια τρόπος ζωής, είναι μια ανάμνηση που ενεργοποιείται εθιμικά. Την επόμενη μέρα, το κοινωνικό σώμα επιστρέφει στη διάσπαση, στην ιδιώτευση, στο άθροισμα μοναχικών ατόμων.
Και κάπου εδώ γεννιέται το στοχαστικό βάθος του ερωτήματος: τι νόημα έχει η Ανάσταση όταν δεν μεταφράζεται σε προσωπική μεταμόρφωση; Όταν δεν αλλάζει τίποτα στον τρόπο που υπάρχουμε μέσα στον κόσμο;
Η γιορτή αυτή κουβαλά έναν πυρήνα ριζοσπαστικό: ότι ο πόνος και η απώλεια δεν είναι το τέλος. Ότι υπάρχει δυνατότητα επιστροφής στο φως. Όμως αυτή η δυνατότητα προϋποθέτει απόφαση. Προϋποθέτει ευθύνη. Να ζούμε με αλήθεια, με ενσυναίσθηση, με δικαιοσύνη. Και κυρίως, με επίγνωση της φθαρτότητας του άλλου.
Το Πάσχα δεν είναι «παύση του χρόνου». Είναι υπενθύμιση ότι ο χρόνος συνεχίζεται – και μας προκαλεί. Όχι μόνο να αντέξουμε, αλλά να ξανασυνθέσουμε τον εαυτό μας και τον κόσμο γύρω μας.
Και μετά;
Το «μετά» είναι η πιο δύσκολη ερώτηση. Γιατί μας ξεβολεύει. Ζητάει συνέχεια εκεί που μάθαμε να αρκούμαστε σε αποσπασματικά συναισθήματα. Ζητάει διάρκεια σε έναν κόσμο της στιγμής. Ζητάει ουσία.
Ίσως το «μετά» του Πάσχα να μην είναι μια απάντηση. Ίσως να είναι μια διαρκής αναζήτηση: για την κοινότητα, για την πίστη, για τη συμπόρευση, για το νόημα.
Το Πάσχα πέρασε.
Η ζωή, όμως, συνεχίζεται. Εμείς;