Του Μισέλ Αμπού – Χάντμπα* Το 2015 το Συμβούλιο της Ευρώπης ψήφισε υπέρ των δικαιωμάτων της συνεπιμέλειας και της αρχής της εναλλασσόμενης...
Του Μισέλ Αμπού – Χάντμπα*
Το 2015 το Συμβούλιο της Ευρώπης ψήφισε υπέρ των δικαιωμάτων
της συνεπιμέλειας και της αρχής της εναλλασσόμενης κατοικίας (shared
residence), όπου προσκλήθηκαν τα κράτη μέλη να τα εισαγάγουν στη
νομοθεσία τους, κάτι που αν και η Ελλάδα έχει προσυπογράψει, μέχρι σήμερα
δεν έχει προβεί στην τροποποίηση του Οικογενειακού Δικαίου βάσει του
ψηφίσματος αυτού. Μόνη παρέμβαση το ότι πρόσφατα τέθηκε σε ισχύ η
διάταξη του άρθρου 139 Ν. 4714/2020 (ΦΕΚ 148Α) η οποία προβλέπει ότι η
μεταβολή του τόπου διαμονής που επηρεάζει ουσιωδώς το δικαίωμα
επικοινωνίας του γονέα με τον οποίο δεν διαμένει το τέκνο (π.χ.
μετεγκατάσταση του ασκούντος την επιμέλεια σε άλλη πόλη ή χώρα) απαιτεί
προηγούμενη συμφωνία των γονέων ή οριστική δικαστική απόφαση.
Όμως αυτό από μόνο του δεν αρκεί.
Ήρθε η ώρα λοιπόν να εφαρμοστεί ο θεσμός της συνεπιμέλειας και
στην ελληνική νομοθεσία. Το οικογενειακό μας δίκαιο, ναι μεν προέβλεπε την
δυνατότητα συνεπιμέλειας μέχρι και σήμερα, όμως στην πρακτική σπάνια
εφαρμοζόταν η πρόβλεψη αυτή. Η συνήθης τακτική, στο 90% των
περιπτώσεων, είναι η επιμέλεια να δίνεται στην μητέρα. Με το νέο
Νομοσχέδιο καθιερώνεται η από κοινού πλέον άσκηση και από τους
δύο γονείς.
Μια όμως σημαντική αλλαγή που αναμένεται να φέρει το
νομοσχέδιο, είναι το ελάχιστο μαχητό τεκμήριο επικοινωνίας κατά το 1/3 του
συνολικού κατανεμομένου χρόνου. Έτσι, αξιοποιούνται ως μεθοδολογικά
εργαλεία η κοινή συμφωνία των γονέων, η δυνατότητά τους να προσφύγουν
από κοινού είτε σε ειδικευμένο διαμεσολαβητή είτε στο δικαστήριο, εφόσον
δεν υπάρξει συμφωνία.
Σε περίπτωση λοιπόν που οι γονείς καταλήξουν στα δικαστήρια για την
ρύθμιση της επιμέλειας των τέκνων τους, το δικαστήριο θα επιβάλει
υποχρεωτική συνεπιμέλεια βάσει των νομοθετικών αλλαγών που αναμένονται
στο Οικογενειακό Δίκαιο.
Η έννοια της συνεπιμέλειας συνίσταται στην
δυνατότητα ύπαρξης εναλλασσόμενης κατοικίας για τα ανήλικα τέκνα τα
οποία θα μπορούν να διαμένουν για ίσο χρονικό (ή για το 1/3 του χρόνου κατ’
ελάχιστο) στην οικία εκάστου γονέα. Η συνδιαμόρφωση του χαρακτήρα και
της προσωπικότητας του τέκνου από τους δυο γονείς, πέραν της ψυχικής
ανάγκης που έχει ο κάθε γονέας, εκτιμάται κυρίως πως θα λειτουργήσει
ευεργετικά και για το ίδιο το τέκνο.
Εάν υπάρχει αρμονική συνεργασία των
γονέων, τότε ο θεσμός της συνεπιμέλειας θα διασφαλίζει πραγματικά το
συμφέρον του τέκνου συμβάλλοντας στην διαμόρφωση ολοκληρωμένης
προσωπικότητας. Με την συνεπιμέλεια η ανατροφή του παιδιού αποτελεί
προϊόν συναπόφασης και από τους δύο γονείς. Το παιδί συναναστρέφεται
εξίσου και με τους δύο γονείς του και περνά ισότιμο χρόνο (η σχεδόν
ισότιμο) μαζί τους, τόσο στη διάρκεια της ημέρας όσο και στη διάρκεια του
μήνα. Στην πράξη, το παιδί έχει δύο λειτουργικά σπίτια, δικό του χώρο σε
αυτά.
Το συμφέρον του ανήλικου, το οποίο αποτελεί τον απώτατο
σκοπό κάθε ρύθμισης, που προβλέπει ο νομοθέτης και διατάσσει ή
επικυρώνει ο δικαστής, επιβάλλει, την αρμονική συμβίωση του τέκνου σε
εναλλασσόμενες κατοικίες και με τους δυο γονείς. Με τον τρόπο αυτό
επιτυγχάνεται η αλληλοσυμπλήρωση της πατρικής και μητρικής φροντίδας,
στοιχεία απαραίτητα για την ψυχική και συναισθηματική ισορροπία του
τέκνου.
Μάλιστα, πρόσφατες ιατρικές και ψυχολογικές έρευνες έχουν δείξει ότι
η από κοινού, κατά ισομερή τρόπο, εναλλασσόμενη ανατροφή του παιδιού,
όχι μόνο δεν έχει καμία αρνητική συνέπεια, αλλά αντιθέτως, η ύπαρξη διπλής
κατοικίας θεωρείται ευεργετική και απαραίτητη για την προστασία της
ισόρροπης ανάπτυξής του.
Επίσης η κοινή προσπάθεια και συνεννόηση μεταξύ των γονέων, για
τον κοινό στόχο, δηλαδή την ορθή διαπαιδαγώγηση, την ανατροφή και την
φροντίδα, λειτουργούν προς το συμφέρον του παιδιού.
Αλλά και
πρακτικά, μειώνεται η αντιδικία μεταξύ των γονέων και τυχόν καταχρηστικές
συμπεριφορές, καθώς, πλέον, κανείς δεν αισθάνεται να έχει περισσότερη ή
λιγότερη εξουσία από τον άλλο, ως προς την ανατροφή του παιδιού. Επίσης
το παιδί παύει να αποτελεί το σημείο τριβής και αντιπαλότητας των γονέων
και «τοτέμ» πολέμου, όπου εξαιτίας ενός διαζυγίου, γινόταν «χρήση» του ως
μέσο εκδίκησης. Και οι δύο γονείς είναι, κατά τεκμήριο, ικανοί στο γονεϊκό
ρόλο, με συνέπεια, η συνεπιμέλεια να αποτελεί την ενδεδειγμένη λύση για την
ανατροφή του τέκνου, το οποίο χρειάζεται και τους δύο και όχι μόνο τον
καλύτερο από αυτούς.
Με τη ρύθμιση της συνεπιμέλειας του ανηλίκου, ενθαρρύνεται έτσι
η ισόρροπη επαφή του τέκνου και με τους δύο γονείς.
Η λύση ενός γάμου
δε θα πρέπει να συνεπάγεται και τη διάλυση μίας οικογένειας, όταν υπάρχουν
τέκνα. Οι διαζευγμένοι γονείς, είναι κυρίαρχα γονείς και ο χωρισμός τους,
ανεξαρτήτως υπαιτιότητας, δε θα πρέπει να στερεί από κανένα τη δυνατότητα
άσκησης της επιμέλειας. Δίχως συνεπιμέλεια, βρισκόμαστε σε μια κατάσταση
τιμωρίας του ενός γονέα. Είναι μια άδικη κατάσταση, μη πολιτισμένη.
Ο θεσμός αυτός θα είναι ένα στοίχημα πολιτισμού. Ένα στοίχημα που
πρέπει να κερδίσουμε, ως κοινωνία. Ίσως αποτύχει. Ελπίζω ειλικρινά να μην
αποτύχει. Και ως Νομικός και κυρίως ως πατέρας. Ο Νομοθέτης θέτει προ
των ευθυνών τους τους γονείς.
Η μοναδική μου ένσταση για τον παραπάνω θεσμό είναι για τις
περιπτώσεις που ένας από τους δύο γονείς είναι αποδεδειγμένα βίαιος,
κακοποιητικός ή αμελής.
Τότε ξεκάθαρα, δεν έχει καμία θέση και αξία η συνεπιμέλεια του
τέκνου.
* Ο Μισέλ Αμπού – Χάντμπα είναι Δικηγόρος, Δημοτικός Σύμβουλος του Δήμου Ήλιδας