Υπάρχουν νύχτες που δεν ανήκουν στον χρόνο. Που μοιάζουν να αιωρούνται έξω απ’ τις ώρες και τα λεπτά, σαν να τις γράφει μια άλλη γλώσσα,...
Όταν πέφτει το σκοτάδι, δεν είναι ποτέ βαρύ. Είναι βελούδινο, απαλό, σαν χάδι πάνω στο πρόσωπο. Η ζέστη της μέρας έχει γλυκάνει και τα τζιτζίκια, κουρασμένα από τη δική τους αϋπνία, σιγοτραγουδούν στο βάθος. Κάποιο φως τρεμοπαίζει απ’ το απέναντι μπαλκόνι, ίσως μια λάμπα κήπου ή ένα ραδιόφωνο που ξεχάστηκε να παίζει παλιά ελληνικά τραγούδια.
Ο αέρας μυρίζει γιασεμί, νυχτολούλουδο και θαλασσινό αλάτι — μια ευωδιά που λέει χωρίς λέξεις: "είσαι σπίτι".
Και τότε, κάτι μέσα μας γαληνεύει.
Μια μνήμη ξυπνά: το πρώτο βλέμμα που έσταξε σαν αστέρι, ένα φιλί στην άκρη του κύματος, μια σιγανή κουβέντα στα βήματα του δρόμου με σανδάλια και γέλια.
Καλοκαιρινές νύχτες: όπου όλα είναι πιο απλά και όμως πιο βαθιά. Όπου κοιτάζεις τον ουρανό κι έχεις την αίσθηση πως κάποιος —κάτι— σε ακούει.
Είναι η ώρα που οι άνθρωποι μιλούν πιο χαμηλόφωνα, που οι πληγές δεν τσιρίζουν, απλώς πονάνε αθόρυβα.
Κι η νύχτα, με την υπομονή της, τις ακούει. Τις αγκαλιάζει. Ίσως και να τις γιατρεύει λίγο. Με ένα αστέρι που πέφτει. Με ένα αεράκι που ξυπνά τη μνήμη. Με έναν ψίθυρο που μοιάζει με προσευχή.
Και τότε καταλαβαίνεις: η καλοκαιρινή νύχτα δεν είναι απλώς ένα κομμάτι της ημέρας. Είναι ένα καταφύγιο. Ένας τόπος εντός μας. Εκεί όπου κρατάμε ό,τι αγαπήσαμε, ό,τι χάσαμε, ό,τι περιμένουμε.
Σε μια καλοκαιρινή νύχτα μπορείς να μείνεις σιωπηλός και να πεις τα πάντα. Να είσαι μόνος και να νιώθεις πλήρης. Να κλείσεις τα μάτια και να ακούσεις τον κόσμο ολόκληρο να σου μιλά με τη φωνή ενός παιδιού, μιας παλιάς αγάπης ή ενός κύματος που σκάει και ξανασκάει — αιώνιο και παρόν.
Κι αν είσαι τυχερός, θα σου αποκαλυφθεί εκείνο το μικρό, ανεπαίσθητο θαύμα: πως στις πιο ήσυχες ώρες, στις πιο απαλές νύχτες, η ψυχή θυμάται πώς είναι να ελπίζει.
Καλή καλοκαιρινή νύχτα. Σου αξίζει.