Απροστάτευτοι από τις κατασχέσεις μισθών και συντάξεων μένουν πολλοί οφειλέτες του Δημοσίου για διαδικαστικούς λόγους, ενώ στις κατασχέσ...
Απροστάτευτοι από τις κατασχέσεις μισθών και συντάξεων μένουν πολλοί οφειλέτες του Δημοσίου για διαδικαστικούς λόγους, ενώ στις κατασχέσεις από το Δημόσιο και τα ασφαλιστικά ταμεία καταγράφονται τεράστια προβλήματα, ακόμη και περιπτώσεις διπλής κατάσχεσης σε λογαριασμούς για την ίδια οφειλή!
Ειδική έκθεση του Συνηγόρου του Πολίτη, με τίτλο «Κατασχέσεις τραπεζικών λογαριασμών για οφειλές προς το δημόσιο», η οποία παρουσιάσθηκε σήμερα σε ημερίδα στο ΕΒΕΑ, φέρνει στην επιφάνεια το χάος που επικρατεί στις διαδικασίες κατάσχεσης τραπεζικών λογαριασμών από τις εφορίες και τα ασφαλιστικά ταμεία, προχωρώντας σε καταγραφή των δυσλειτουργιών και της πολυνομίας που διέπουν τις ισχύουσες διαδικασίες και καταγράφονται η εμπειρία ειδικών επιστημόνων από το μεγάλο αριθμό αναφορών πολιτών, καθώς και οι προτάσεις του Συνηγόρου του Πολίτη προς τις αρμόδιες υπηρεσίες.
Ένα βασικό πρόβλημα που εντοπίζει ο ΣτΠ είναι ότι ο νόμος παρέχει μεν προστασία από κατασχέσεις για ποσά μισθών και συντάξεων μέχρι 1.000 ευρώ το μήνα, αλλά για να ενεργοποιηθεί αυτή η προστασία απαιτείται να δηλώσει ο φορολογούμενος στην εφορία τον αριθμό του «προστατευόμενου» λογαριασμού.
Ο νόμος, ειδικότερα, προβλέπει ότι:
«Οι απαιτήσεις από μισθούς, συντάξεις και κάθε είδους ασφαλιστικά βοηθήματα που καταβάλλονται περιοδικά, εφόσον το ποσό αυτών μηνιαίως είναι μικρότερο από χίλια (1.000) ευρώ, στις περιπτώσεις δε που υπερβαίνει το ποσό αυτό επιτρέπεται η κατάσχεση για τα χρέη προς το Δημόσιο επί του ½ του υπερβάλλοντος ποσού των χιλίων (1.000) ευρώ και μέχρι του ποσού των χιλίων πεντακοσίων (1.500) ευρώ, καθώς και επί του συνόλου του υπερβάλλοντος ποσού των χιλίων πεντακοσίων (1.500) ευρώ.
2. Καταθέσεις σε πιστωτικά ιδρύματα σε ατομικό ή κοινό λογαριασμό είναι ακατάσχετες μέχρι του ποσού των χιλίων διακοσίων πενήντα (1.250) ευρώ μηνιαίως για κάθε φυσικό πρόσωπο και σε ένα μόνο πιστωτικό ίδρυμα».
Με το νόμο του 2014, σημειώνεται στην έκθεση, το ακατάσχετο όριο μειώθηκε στα 1.000 ευρώ, ενώ ο προσδιορισμός συγκεκριμένου ακατάσχετου ποσού επεκτάθηκε και στις καταθέσεις φυσικών προσώπων σε πιστωτικά ιδρύματα, είτε σε ατομικό είτε σε κοινό λογαριασμό, και σε ένα μόνο πιστωτικό ίδρυμα για κάθε ένα φυσικό πρόσωπο, ώστε να διασφαλίζεται ένα αποδεκτό επίπεδο διαβίωσης για όλους τους πολίτες.
Ωστόσο, τονίζεται στην έκθεση, για την εφαρμογή της νέας αυτής παραγράφου, τέθηκε συγκεκριμένη διαδικαστική προϋπόθεση: η γνωστοποίηση από το φυσικό πρόσωπο ενός μοναδικού λογαριασμού, με υποβολή ηλεκτρονικής δήλωσης στο πληροφοριακό σύστημα της Φορολογικής Διοίκησης. Εξάλλου, εφόσον υπάρχει λογαριασμός περιοδικής πίστωσης μισθών, συντάξεων και ασφαλιστικών βοηθημάτων, γνωστοποιείται αποκλειστικά και μόνο ο λογαριασμός αυτός.
Η πρόβλεψη αυτή δημιούργησε επιπλέον προβλήματα, καθώς οι καταθέσεις των οφειλετών του δημοσίου προστατεύονται μόνον από το χρονικό σημείο της δήλωσης του συγκεκριμένου λογαριασμού ως ακατάσχετου και εφεξής.
Η παρεμπόδιση της αυτόματης και αυτοδίκαιης προστασίας του άρθρου 31 του ΚΕΔΕ στα εισοδήματα από μισθούς, συντάξεις και ασφαλιστικά βοηθήματα με την ανάδειξη της διαδικασίας γνωστοποίησης του ακατάσχετου λογαριασμού στη φορολογική διοίκηση, από διαδικαστική προϋπόθεση σε ουσιαστική προϋπόθεση, δυναμιτίζει τον σκοπό του νομοθέτη για προστασία των μισθοσυντήρητων φορολογούμενων, τονίζει ο ΣτΠ.
Απογοητευτικά συμπεράσματα
Τα συμπεράσματα της έκθεσης, που προκύπτουν από την εξέταση πολλών περιπτώσεων κατάσχεσης, είναι απογοητευτικά: Η δικαστική προστασία, είτε με τη μορφή της προσωρινής δικαστικής προστασίας (αναστολή εκτέλεσης κατάσχεσης, αναστολή καταδιωκτικών μέτρων) είτε με τη μορφή της υπαγωγής σε διαδικασία διαγραφής οφειλών λόγω οικονομικής αδυναμίας, αποδεικνύεται δύσχρηστη και αναποτελεσματική.
Τόσο οι ίδιοι οι οφειλέτες του δημοσίου και των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης, όσο και οι κληρονόμοι τους ή τα φυσικά πρόσωπα αλληλεγγύως ευθυνόμενα με νομικά πρόσωπα που έχουν παύσει να υφίστανται, συχνά αιφνιδιάζονται από τη διαδικασία κατάσχεσης, την οποία πληροφορούνται όταν επιχειρούν πρόσβαση στις καταθέσεις τους.
Αυτό συμβαίνει είτε επειδή το κατασχετήριο δεν κοινοποιείται στον οφειλέτη, πράγμα που κρίθηκε ως συνταγματικά ανεκτό από το ΣτΕ, είτε γιατί η φορολογική ή η κοινωνικοασφαλιστική διοίκηση συσχετίζει τις οφειλές των εκλιπόντων φυσικών προσώπων ή των λυθέντων νομικών προσώπων με τους ήδη μη υφιστάμενους ΑΦΜ τους, και όταν, εν συνεχεία, προβεί σε λήψη καταδιωκτικών μέτρων, τότε τα στρέφει κατά των κληρονόμων και των αλληλλεγγύως ευθυνόμενων φυσικών προσώπων, τα οποία ωστόσο ουδέποτε είχε ενημερώσει για τις οφειλές αυτές.
Παρατηρούνται περιπτώσεις υπερείσπραξης απαιτήσεων φορέων κοινωνικής ασφάλισης στο πλαίσιο της αναγκαστικής είσπραξης στα χέρια πιστωτικών ιδρυμάτων, λόγω τού ότι κατά την ακολουθούμενη ηλεκτρονική διαδικασία κοινοποίησης των κατασχετηρίων από το ΚΕΑΟ προς τα πιστωτικά ιδρύματα, δεν έχει προβλεφθεί τρόπος ελέγχου, σχετικά με το αν το ποσό που δεσμεύεται σε μία τράπεζα όπου τηρεί λογαριασμό ο οφειλέτης έχει ήδη δεσμευθεί και αποδοθεί στο ΚΕΑΟ από άλλη τράπεζα.
Τα σφάλματα τα οποία εμφιλοχωρούν στη διαδικασία, είτε με την μορφή αριθμητικού λάθους, είτε με την μορφή καθυστέρησης ευθυγράμμισης με τροποποιήσεις της νομοθεσίας, συχνά δεν διορθώνονται παρά μόνο με προσφυγή στην δικαιοσύνη, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τον φορολογούμενο.
Ακόμη και εάν υπάρξει παραδοχή ενός σφάλματος, η φορολογική ή η κοινωνικοασφαλιστική διοίκηση δεν επιστρέφει στους πολίτες τα εξ αυτού παρακρατηθέντα ποσά, αλλά τα συμψηφίζει με υπάρχουσες οφειλές. Τα προνοιακά επιδόματα και ασφαλιστικά βοηθήματα δεν τυγχάνουν συνολικής και ενιαίας προστασίας, αλλά κατατρύχονται από αποσπασματική πολυνομοθεσία, που συχνά οδηγεί στην κατάσχεσή τους, με μεγάλη δυσκολία στην επιστροφή των χρημάτων στις ευάλωτες ομάδες προς τις οποίες απευθύνονται.
Οι αγροτικές επιδοτήσεις, παρά την κατηγορηματική διαβεβαίωση του ενωσιακού δικαίου ότι καταβάλλονται στο ακέραιο στους δικαιούχους, καταλήγουν σε πλείστες περιπτώσεις να μην φθάνουν στα χέρια των αγροτών οφειλετών του δημοσίου, λόγω μη θέσπισης ρητής διάταξης περί ακατασχέτου στην ελληνική νομοθεσία, και διχογνωμίας και μετάθεσης ευθύνης μεταξύ των φορέων, ως προς την διαβεβαίωση περί του ακατασχέτου.
Η υπέρμετρη χρήση καταδιωκτικών μέτρων, κυρίως σε βάρος των οικονομικά αλλά και κοινωνικά πλέον ευάλωτων ομάδων, δηλαδή των μισθοσυντήρητων, των συνταξιούχων, των αγροτών, των ΑμεΑ, των φοιτητών, των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, των οποίων η οικονομική αντοχή έχει εξαντληθεί από την μακρόχρονη οικονομική κρίση, δεν πρόκειται να επιλύσει ουσιαστικά την χαμηλή εισπραξιμότητα των δημοσίων εσόδων.
Η Πολιτεία οφείλει να διερευνήσει και να αναδείξει λύσεις που θα δώσουν στους φορολογούμενους τη δυνατότητα να αυξήσουν τα εισοδήματά τους, μέσα σε ένα κλίμα ανάπτυξης και οικονομικής ασφάλειας, ώστε να δύνανται εν τοις πράγμασι να αποπληρώσουν τις οφειλές τους. Και τότε θα το πράξουν, τονίζεται στην έκθεση του Συνηγόρου του Πολίτη.
www.sofokleousin.gr